Οι μομφές είναι εθιμοτυπικά καθιερωμένες ποινικές τελετουργίες που εκτελούνται από την κοινότητα. Η διαδικασία και η χρονική στιγμή της ποινής καθορίζονται από ένα «χαρακτηριστικό τυπικό εκτέλεσης». Αν αυτό το εθιμοτυπικά καθορισμένο τυπικό μέρος δεν τηρηθεί, δεν πρόκειται πια για μια κοινωνικά αποδεκτή ποινική τελετουργία παρά για αυτοδικία.
Οι μομφές στρέφονται πάντα εναντίον των ίδιων αδικημάτων, δηλαδή αυτών που απειλούν την ύπαρξη της αγροτικής τάξης στο σύνολό της, όπως για παράδειγμα η μοιχεία και άλλα σεξουαλικά παραπτώματα, ο γάμος με κοινωνικά μη ισότιμο σύντροφο, η αδιάκοπη προσβολή της πατρικής κυριαρχίας από τη σύζυγο ή η άρνηση της αποπληρωμής των χρεών.
Οι μομφές είναι συνήθως προγραμματισμένες χρονικά, δηλαδή εκτελούνται μόνο συγκεκριμένες μέρες. Πρόκειται κατά κανόνα για γιορτές, στις οποίες οι κάτοικοι του χωριού συναντιούνται και γλεντούν μέχρι αργά το βράδυ και ταυτόχρονα ασχολούνται με μεμονωμένα πρόσωπα και τη συμπεριφορά τους στον οίκο και το χωριό.
Μόλις βραδιάσει οι ανύπαντροι νέοι του χωριού, πολλές φορές φορώντας μάσκες ή με πρόσωπα μαυρισμένα με καπνό, μαζεύονται μπροστά στο σπίτι του παραβάτη. Με εκκωφαντικές κραυγές διαλαλούν την πράξη του και προσβάλλουν μ' αυτό τον τρόπο την τιμή του επιπληττόμενου.
Μπροστά από το σπίτι απαγγέλλουν χλευαστικούς στίχους και καλούν το θύμα να βγει και να υπερασπιστεί την τιμή του. Αν ο επιπληττόμενος δε συμβιβαστεί με αυτή την απαίτηση, είναι σα να παραδέχεται το παράπτωμά του. Η τιμή του στο χωριό έχει σπιλωθεί.
Για να τον προκαλέσουν ακόμη περισσότερο, οι μέμφοντες μπορούν να εισχωρήσουν για λίγο στο σπίτι, κυρίως στους χώρους που προβλέπονται για τις γυναίκες, γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί μεγάλη προσβολή για την τιμή του οικοδεσπότη.
Με συμβολικές πράξεις οι μέμφοντες δίνουν στο θύμα να καταλάβει ότι το υπό άλλες συνθήκες απαραβίαστο άσυλο, το δικαίωμά του για νερό και ψωμί θα πάψουν να ισχύουν, αν στο μέλλον δε συμβιβαστεί με τους κανόνες του χωριού. Και αυτό δηλώνεται ακριβώς με την προσβολή των συμβόλων του οικιακού ασύλου. Πόρτες και παράθυρα ξηλώνονται και έτσι το εσωτερικό μετατρέπεται σε εξωτερικό χώρο. Ο φούρνος ή η κουζίνα ως σύμβολα της ετοιμασίας της τροφής καταστρέφονται, καρφώνεται το πηγάδι στην αυλή ή κόβεται το σκοινί του κουβά.
Σε βαριά παραπτώματα μπορεί να ξηλωθεί και η στέγη ως έσχατη προειδοποίηση και κάλεσμα υποταγής στους νόμους του χωριού.
Τις ποινικές τελετουργίες εκτελούν οι ανύπαντροι νέοι του χωριού. Σ' αυτούς επαφίεται η ευθύνη να παρακολουθούν την ομοιογενή ή ανομοιογενή συμπεριφορά στο χωριό.
Έτσι μαθαίνουν με τον καλύτερο τρόπο τους ισχύοντες κανόνες και τις ποινές που απειλούν τους παραβάτες και αποκτούν συνείδηση του δικαίου. Οι μομφές λοιπόν συμβάλλουν σημαντικά στην κοινωνικοποίηση της νεολαίας.
Επειδή τα ποινικά τελετουργικά λαμβάνουν χώρα μπροστά στο σπίτι και συνοδεύονται από εκκωφαντική μουσική και ουρλιαχτά (rough music), η κοινότητα μπορεί να διαπιστώσει αν οι νεαροί παραμένουν στα επιτρεπτά όρια. Έτσι οι νεαροί ελέγχουν τη συμπεριφορά των χωρικών και ταυτόχρονα ελέγχουν τον εαυτό τους.
Ο δεύτερος λόγος που οι τελετουργίες εκτελούνται από ανύπαντρους νεαρούς είναι ότι αυτά τα μέτρα προσβάλλουν έντονα το κατά τ' άλλα απαραβίαστο οικιακό άσυλο. Οι χωρικοί, όντας μέλη του κύκλου των γειτόνων και έχοντας τη διοίκηση του αγροκτήματός τους, είναι υπεύθυνοι για τους κανόνες του χωριού και είναι υποχρεωμένοι να τους υπερασπίζονται. Δεν μπορούν ταυτόχρονα να τους προσβάλλουν με βίαια μέτρα. Ανέχονται όμως σιωπηρά την εκτέλεση των ποινικών τελετουργικών από τη νεολαία. Κι αν ζητηθεί σε μεμονωμένους κατοίκους να πουν τη γνώμη τους, κανένας δεν έχει ακούσει ούτε έχει δει τίποτα, παρά τον εκκωφαντικό θόρυβο.
Αρχικά, η μομφή (Charivari) ήταν πιθανώς μια κυνηγετική κραυγή, με την οποία τα θηράματα οδηγούνταν προς τους κυνηγούς. Η μίμηση κυνηγετικών τελετουργικών ήταν πολύ διαδεδομένη στο σαριβάρι και γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στις διαπομπεύσεις.
Οι μεμφόμενοι τοποθετούνταν πάνω σ' ένα γάιδαρο ή ένα στύλο και αναγκάζονταν να διασχίσουν έτσι, ατιμασμένοι, πολλές φορές το χωριό. Έτσι μάθαινε όλο το χωριό για την τιμωρία.
Ο φόνος της Κλυταιμνήστρας από τον Ορέστη επήλθε ως κύρωση για την παράνομη σχέση της με τον Αίγισθο και τη δολοφονία του Αγαμέμνονα.
Λεπτομέρεια από την ανάγλυφη διακόσμηση πίθου.
Μέσα 7ου αιώνα π.Χ.
Στην ερώτηση αν υπήρχαν παρόμοιες τελετουργικές ποινές στην αγροτική κοινωνία στην αρχαία Ελλάδα η απάντηση είναι καταφατική. Όμως οι ενδείξεις που διαθέτουμε προέρχονται από μεταγενέστερες εποχές, όταν το κοινωνικό πλαίσιο και η λειτουργία των ποινών είχαν σημαντικά αλλάξει.
’Αρα, μόνο να εκφράσουμε την ύπαρξή τους μπορούμε και είναι δύσκολο να καθοριστεί πότε ίσχυσαν για πρώτη φορά ως ποινές στην αγροτική κοινωνία. Οι μαρτυρίες ωστόσο δείχνουν πως παρόμοια έθιμα πρέπει να προϋπήρχαν.
Μια τέτοια έμμεση μαρτυρία μομφής μάς παραδίδεται από τον Πρατίνα, έναν τραγικό ποιητή που έζησε μεταξύ του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ.
Ένας χορός σατύρων προσπαθεί να εισχωρήσει στην ορχήστρα, αλλά ένας άλλος χορός με τη συνοδεία αυλού τον εμποδίζει, με το αιτιολογικό ότι ο αυλός παίρνει την πρώτη θέση μόνο όταν συνοδεύει κώμους μεθυσμένων νέων, που ξηλώνουν πόρτες και συμμετέχουν σε ξυλοδαρμούς. Κώμος σημαίνει ξεφάντωμα αλλά και μια χαρούμενη, ξένοιαστη πομπή.
Σε αυτή την περίπτωση εννοείται η πομπή των νεαρών, που μετά τη γιορτή ή το φαγοπότι περνούσαν μέσα από το χωριό και κατευθύνονταν προς το σπίτι κάποιου παραβάτη των κανονισμών, άντρα ή γυναίκας, για να εκτελέσουν την ποινική τελετουργία.
Η πομπή των αγοριών συνοδεύεται συνήθως από ξήλωμα των θυρών, μια καταστροφική πράξη που απαντά συχνά στις μομφές.
Όποιος λοιπόν δεν είναι συνεπής στα καθήκοντά του προς την πόλη πέφτει θύμα της πομπής των νεαρών και του εθίμου της μομφής.
Διάφορες μορφές μομφών διατηρήθηκαν για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα σε πομπές επαιτείας που συνοδεύονταν από τραγούδια, τα λεγόμενα χελιδονίσματα.
Πρόκειται για πομπές που εκτελούνταν συνήθως από παιδιά στην αλλαγή του έτους, τις εαρινές γιορτές και άλλες γιορτινές μέρες.
Τα παιδιά πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι κρατώντας ένα κλαδί δέντρου διακοσμημένο με διάφορα κρεμαστά αντικείμενα, τραγουδούσαν και έφερναν στους κατοίκους ευλογία και τύχη.
Για δώρο έπαιρναν γλυκά και άλλα μικροπράγματα.
Όποιος όμως δεν άνοιγε την πόρτα του και έδιωχνε τα παιδιά προσέβαλλε τη θεόσταλτη τάξη, γιατί τα παιδιά έφερναν την ευλογία στο όνομα των θεών. Και όποιος την αρνούνταν έθετε σε κίνδυνο το καλό ολόκληρης της κοινότητας, γι' αυτό και τα παιδιά απειλούσαν με μομφή.
Τέτοιες πομπές συνηθίζονταν για παράδειγμα στην αρχαία Σάμο, όπου τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι με την ειρεσιώνη, ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης στολισμένο με κορδέλες και καρπούς των απαρχών της συγκομιδής και τραγουδούσαν μπροστά στις πόρτες των σπιτιών παλιά παραδοσιακά τραγούδια που εύχονταν πλούτο, τύχη και ειρήνη στους κατοίκους.
Αλλά και στη Ρόδο τα παιδιά, που ήταν μεταμφιεσμένα σε χελιδόνια, ζητούσαν με τα τραγούδια τους γλυκίσματα, κρασί και τυρί, σιτηρά και παλάθες (γλυκίσματα με ξηρούς καρπούς).
Εξαιρετικά πολυάριθμες είναι οι μαρτυρίες μομφών και διαπομπεύσεων, λόγω μοιχείας και άλλων σεξουαλικών παραπτωμάτων.
Στις αττικές κωμωδίες του 5ου και 4ου αιώνα περιέχονται έμμεσες αναφορές στο ξύρισμα της κεφαλής του μοιχού, τη βίαιη αφαίρεση των τριχών του εφηβαίου (παράτιλμος) και σε ένα ακόμη ποινικό τελετουργικό κατά το οποίο τοποθετούνταν στον πρωκτό του μοιχού ένα ραπανάκι (ραφανίδωσις). Στην αιολική Κύμη οι γυναίκες που συλλαμβάνονταν επί μοιχεία οδηγούνταν στην αγορά και εξαναγκάζονταν να σταθούν πάνω σε ένα διαπομπευτικό λίθο ορατό απ' όλους.
Στη συνέχεια τοποθετούνταν πάνω σε ένα γάιδαρο και διέσχιζαν έτσι την πόλη.
Έκτοτε θεωρούνταν
ονοβατίδες 26 και ήταν ατιμασμένες.
Στο Λέπρεον της Ηλείας ο μοιχός αναγκαζόταν να διασχίζει τρεις μέρες δεμένος την πόλη, ενώ η μοιχαλίδα να στέκεται έντεκα μέρες όρθια στην αγορά, φορώντας ένα διαφανή χιτώνα.
Και οι δύο θεωρούνταν ατιμασμένοι.
Στη Θήβα οι μοιχοί δένονταν στην αγορά στον κύφωνα ή κλοιό.
Ιδιαίτερα σκληρές ήταν οι αντίστοιχες ποινές στη Λύκτο της Κρήτης. Όποιος ντρόπιαζε την αξιοπρέπεια των γυναικών δενόταν στον κύφωνα (κυρτή σανίδα) για είκοσι μέρες γυμνός μπροστά στα δημόσια κτήρια. Επάνω του χυνόταν μέλι και γάλα, για να έλκει τις μέλισσες και τις μύγες.
Όποιον επιζούσε από αυτό το μαρτύριο τον έντυναν με γυναικεία ρούχα και τον έριχναν από έναν γκρεμό.
Στη Γόρτυνα ο μοιχός που συλλαμβανόταν επ' αυτοφώρω στεφανωνόταν από έναν εξουσιοδοτημένο τιμωρό με ένα μάλλινο στεφάνι, ως σύμβολο άνανδρης και θηλυπρεπούς συμπεριφοράς.
Σε ιδιαίτερα βαριά αδικήματα εκτελούνταν η ποινή του ξηλώματος της στέγης.
Δεν υπάρχουν μαρτυρίες ότι η ποινή εκτελούνταν στην Αρχαϊκή περίοδο με την πρωταρχική της μορφή, δηλαδή ως έθιμο μομφής.
Ως κανονική ποινή όμως ασκούνταν κατά ενόχων πολύ σοβαρής ή εσχάτης προδοσίας:
τα θύματα καταδικάζονταν σε θάνατο και δεν τους επιτρεπόταν να ταφούν στην αττική γη.
Η περιουσία τους δημευόταν και το σπίτι τους λεηλατούνταν.
Η λεηλασία αυτή ακολουθούσε μια εθιμοτυπική διαδικασία: τα κεραμίδια και τα δοκάρια της σκεπής σπάζονταν με ένα τσεκούρι ή με ένα διπλό πέλεκυ («μάκελλα» ή «δίκελλα»), δηλαδή με τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι χωρικοί για να σκαλίσουν το χώμα.
Η ποινή αυτή εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ και τον 5ο αιώνα π.Χ.
Μετά την πτώση της ολιγαρχίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 410 π.Χ. οι Αθηναίοι άρχισαν να εκκαθαρίζουν τους κύριους ενόχους.
Ο Φρύνιχος, ένας από τους αρχισυνωμότες, κρίθηκε ένοχος προδοσίας, η περιουσία του δημεύτηκε, το ήδη κηδευμένο πτώμα του ξεθάφτηκε και πετάχτηκε έξω από τα σύνορα της πόλης και το σπίτι του καταστράφηκε.
Την ίδια τύχη είχαν οι απεσταλμένοι Αρχιπτόλεμος, Ονομακλής και Αντιφώντας που ήθελαν με κάθε τρόπο να κλείσουν ειρήνη με τη Σπάρτη. Και αυτοί καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν, η περιουσία τους δημεύτηκε και τα σπίτια τους λεηλατήθηκαν. Στα ερείπια των σπιτιών τους στήθηκαν μαρμάρινες πλάκες με επιγραφή, που αναφερόταν στην προδοσία τους.
Μια από τις πιο γνωστές λεηλασίες, που εξακολουθεί να ανήκει στις πραγματικές παραδοσιακές μομφές, είναι η καταστροφή του «φροντιστηρίου» του Σωκράτη στην κωμωδία του Αριστοφάνη, Νεφέλες. Στο τέλος του έργου ο εξαπατημένος χωρικός Στρεψιάδης ομολογεί και πάλι την πίστη του στους παλιούς θεούς και την παραδοσιακή τάξη.
Ο Ερμής τον συμβουλεύει να βάλει φωτιά στα σπίτια των φλύαρων σοφιστών.
Κι αυτός διατάζει το σκλάβο του Ξανθία να του φέρει ένα διπλό πέλεκυ, μια σκάλα και αναμμένους δαυλούς, ανεβαίνει στη στέγη και βάζει φωτιά στο δώμα.
Kαλά με συμβουλεύεις, ν' αφήσω τα δικαστήρια
Και γρήγορα φωτιά να βάλω στο σπίτι αυτό
Των φαφλατάδων. Έλα εδώ, Ξανθία, φέρε μία σκάλα
Και κασμά κι ανέβα στο σκολιό και τη στέγη ξήλωσε,
Το αφεντικό σου αν αγαπάς, μέχρι να γκρεμίσεις το σπίτι πάνω τους.
Φέρτε μου δαδί αναμμένο· θα μου το πληρώσουν σήμερα, κι ας είναι τόσο ψηλομύτες.
(Aριστοφάνης, Nεφέλες, στ. 1483-1492)
26. Η ονοβασία είναι σε πολλές κοινωνίες μια ευρέως διαδεδομένη μορφή διαπόμπευσης που εφαρμοζόταν σε περιπτώσεις μοιχείας ή σε άλλου είδους παραπτώματα, κατά τα οποία η γυναίκα πρόσβαλλε την κυριαρχία του άντρα στον οίκο. Στοιχεία από την Ελλάδα και την Τουρκία παρατίθενται:
Halliday, W.R., The Greek Questions of Plutarch, Oxford 1928, 43.
Saintyves, P., «Le Charivari de l adalture et les courses... corps nus», L Ethnographie N.S. 31 (1935), 18 κ.εξ.
Segalen, M., Love and Power in the Peasant Family. Rural France in the Nineteenth Century, Southampton 1983, 43 κ.εξ.
Rey-Flaud, H., Le Charivari. Les rituels fondamentaux de la sexualite, Paris 1985, 145-151.