Ο Ησίοδος γεννήθηκε τον 8ο αι. πΧ. στην Άσκρα, κοντά στον Ελικώνα, όπου είχε εγκατασταθεί ο πατέρας του, που προερχόταν από την αιολική Κύμη.
Ο ίδιος στο έργο του "Έργα και Ημέραι" λέγει ότι ο πατέρας του ήταν ναυτικός και μετέφερε εμπορεύματα. Επειδή δε μπορούσε να ζήσει με την ασχολία αυτή, αποφάσισε να πάει στην Άσκρα και να γίνει γεωργός.Η καταγωγή όμως του Ησιόδου φαίνεται ότι είναι από ευγενές γένος, γιατί
στο παραπάνω έργο του χρησιμοποιεί την προσφώνηση "δίον γένος"
και χαρακτηρίζει τον αδερφό του Πέρση, απόγονο θεϊκού γένους.
Με τον αδελφό του ο Ησίοδος μάλωσε, γιατί ενώ με δωροδοκία των αρχόντων είχε κατορθώσει να πάρει στην κατοχή του το μεγαλύτερο μέρος της πατρικής τους περιουσίας, αφού σπατάλησε την περιουσία του, ζήτησε ξανά από τον ποιητή μερίδιο.
Ενδιαφέροντα είναι όσα ο Ησίοδος λέγει για τη ζωή του, γιατί σχετίζονται με το ποιητικό του έργο.
Στη θεογονία αναφέρει ότι το ποιητικό χάρισμα του το έδωσαν οι Μούσες, όταν έβοσκε πρόβατα στον Ελικώνα. Επίσης κάνει λόγο για το ταξίδι του στην Εύβοια, όπου πήρε μέρος σε επιτάφιο αγώνα προς τιμή του Αμφιδάμαντα.
Τον τρίποδα όπως λέγει, που του έδωσαν ως βραβείο, τον αφιέρωσε στις Μούσες, που του δώρισαν την ποιητική έμπνευση. Με το περιστατικό αυτό σχετίζεται ο θρύλος για τον αγώνα Ομήρου και Ησιόδου, που είδαμε παραπάνω.
Γύρω από το θάνατο του Ησιόδου υπήρχαν διάφορες θρυλικές αφηγήσεις.
Έλεγαν ότι φονεύτηκε στην Λοκρική Οινόη από τους Αμφιφάνη και Γανύκτορα, αδελφούς της Κρυμένης, την οποία ο Ησίοδος είχε διαφθείρει.
Άλλη παράδοση αναφέρει ότι ο ποιητής πέθανε και τάφηκε στην πατρίδα του την Άσκρα από όπου τα οστά του μεταφέρθηκαν στον Ορχομενό, μετά την καταστροφή της γενέτειράς του από τους Θεσπιείς.
Η γέννηση του Ησιόδου τοποθετείται στον 8ο αι. π.Χ. όμως ο Σημωνίδης ο Αμοργίνος, περί τα 640 π.Χ. έχει υπόψιν του τους στίχους του Ησιόδου. Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άρα δεν είναι δυνατό να κατέβει η εποχή της ζωής του ποιητή κάτω από τον 8ο αιώνα.
Άλλωστε ο Ηρόδοτος που τον θεωρεί κατά τετρακόσια παλιότερό του, τον τοποθετεί στο 850 π.Χ.
Αποτελείται από 828 στίχους με χαρακτήρα διδακτικό.
Ο τόνος του είναι αργός, και απλός, χωρίς έξαρση.
Φαίνεται ότι ο ποιητής κουρασμένος από τη σκληρή γεωργική ασχολία του, άφησε τα συναισθήματά του να ξεχειλίσουν και μίλησε για τη ζωή του, που βέβαια αγαπά, αλλά θα την ήθελε λιγότερο κουραστική.
Στο πρώτο μέρος του ποιήματος (στ. 1-382) ο Ησίοδος, με αφορμή τη διαγωγή του αδελφού του Πέρση, για την οποία μιλήσαμε, κατακρίνει την αδικία και πλέκει το εγκώμιο της εργασίας και της δικαιοσύνης. Διηγείται για αυτό το μύθο των πέντε ανθρώπινων γενεών: της χρυσής, της αργυρής, της χάλκινης, της ηρωικής και της σιδηράς, στην οποία ανήκει και ο ίδιος.
Στην εποχή του έχει επικρατήσει η αδικία και η ύβρις, γι' αυτό η γενιά του θα παρακμάσει και θα εξαφανιστεί.
Συμβουλεύει λοιπόν, τον αδελφό του και τους άρχοντες να αγαπήσουν την δικαιοσύνη και την εργασία και να αποφεύγουν την αδικία. Και λέγει το περίφημο: "έργον δ' ουδέν όνειδος, αεργίη δε τ' όνειδος" (στιχ. 311), δηλαδή: η εργασία δε φέρνει ντροπή, αλλά ντροπή φέρνει η αργία.
Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος (στ. 383-617) η Ησίοδος δίνει συμβουλές για τις εργασίες των αγρών. Στο τρίτο μέρος (στ. 695-762) δίνει συμβουλές για το γάμο, την κοινωνική συμπεριφορά του καθενός και την τήρηση των εθίμων και των παραγγελμάτων της παράδοσης.
Στο τελευταίο μέρος (763-828) κάνει λόγο για τις καλές και αποφράδες μέρες, είναι δηλαδή ένα αγροτικό ημερολόγιο.
Τα "Έργα και Ημέραι" του Ησιόδου χαρακτηρίζονται από τα ηθικά τους διδάγματα και την αισθητική τους αξία. Υπάρχουν σε αυτά λαμπρές ποιητικότατες περιγραφές της φύσης, και το κείμενο διανθίζεται με μύθους που μιλούν στην ψυχή του αναγνώστη και τον συγκινούν.
Έχουν πεσιμιστικό τόνο οι στίχοι αυτοί του Ησιόδου, μετριάζεται όμως από την πίστη του ποιητή στη δικαιοσύνη και την εργασία. Η Δίκη, η Αιδώς και η Νέμεσις αμβλύνουν την αθλιότητα της ζωής.
Το τελευταίο μέρος του ποιήματος δε θεωρείται γνήσιο.
Το όλο έργο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για τα οικονομικά της εποχής του Ησιόδου και για τα από θρησκευτική άποψη στοιχεία του αμφισβητούμενου μέρους.
Ο ποιητής προσπαθεί να υπαγάγει σε ένα σύστημα τους διάφορους ελληνικούς μύθους για τη γένεση των θεών και τη γένεση του κόσμου.
Στο προοίμιο (στ. 1-115) ο Ησίοδος επικαλείται τις Μούσες και αναφέρεται στον εαυτό του, ο οποίος χρωστούσε το ποιητικό του χάρισμα σε αυτές.
Στους στίχους 116-153 λέει πώς έγινε το σύμπαν από το αρχικό Χάος και πώς γεννήθηκε ο Ουρανός και η Γη.
Στους στίχους 154-452 αφηγείται τη γέννηση των Τιτάνων και του Χρόνου και πώς ο Κρόνος ακρωτηρίασε τον Ουρανό και βασίλευσε στη θέση του.
Στους στίχους 453-506 ο Ησίοδος αναφέρει την παράδοση για τους γιους τους οποίους απέκτησε ο Κρόνος από τη Ρέα και την εκθρόνιση του Κρόνου από το Δία.
Στους στίχους 507-616 αναφέρει την παράδοση για τον Προμηθέα και την Πανδώρα.
Στους στίχους 617-880 κάνει λόγο για το θρίαμβο του Δία κατά των Τιτάνων.
Στους στίχους 881 -955 αφηγείται τους διαδοχικούς γάμους του Δία και μιλά για τις θεότητες που γεννήθηκαν από αυτούς.
Τέλος, στους στίχους 955-1022 λέγει για τα παιδιά του θεού Ήλιου και για τους ήρωες, οι οποίοι γεννήθηκαν από θεές.
Στους δυο τελευταίους στίχους ο ποιητής της "θεογονίας" υπόσχεται ότι θα συνεχίσει το ποίημα με την εξύμνηση των ηρωίδων γυναικών.
Όπως στα "Έργα και Ημέραι" έτσι και εδώ ο Ησίοδος έχει κεντρική ιδέα την επικράτηση της δικαιοσύνης, που στη "θεογονία" επιβάλλει ο Δίας.
Τελειώνει η περίοδος της αστάθειας και ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων έρχεται για να επικρατήσει η τάξη και να επιβληθούν οι νόμοι.
Νεότεροι μελετητές, όπως ο Οtten και ο Guterbock υποστήριξαν ότι η αφήγηση του Ησιόδου για την καταγωγή των θεών προέρχεται από χεττιτικούς μύθους, οι οποίοι κατάγονται από θρύλους των Χουρριτών της δεύτερης χιλιετίας πΧ.
Σύμφωνα με τους μύθους αυτούς, ο θεός Ανού (Ουρανός) εκθρονίστηκε από το θεό Κουμαρμπή,
ο οποίος με τη σειρά του εκθρονίζεται από ένα νέο θεό.
Όμως δεν είναι δυνατό να γίνουν δεκτές οι απόψεις αυτές.
Οι θρύλοι του Ησιόδου αποτελούν δημιουργήματα της φαντασίας του ελληνικού λαού.
Αν τυχόν παράλληλα και σε άλλους λαούς υπάρχουν παρεμφερείς θρύλοι, αυτό δεν αποδεικνύει ότι οι Έλληνες δανείστηκαν τους γεμάτους πλαστικότητα και ορθολογιστικό πνεύμα θεογονικούς μύθους από αυτούς.
Όπως είδαμε στο τέλος της "θεογονίας" ο Ησίοδος αναφέρει πρόθεσή του να μιλήσει για τις ηρωίδες γυναίκες.
Αυτό έγινε αφορμή για να του αποδοθεί η σύνθεση ποιήματος με τον τίτλο "Κατάλογοι Γυναικών"
ή "Ηοίαι" (ο δεύτερος τίτλος προήλθε από τη συνεκφορά "η οία", με το οποίο εισαγόταν η εξύμνηση κάθε ηρωίδας) σε πέντε βιβλία.
Διάφοροι συγγραφείς και οι πάπυροι παραδίδουν αποσπάσματα του έργου αυτού, για την γνησιότητα του οποίου γεννιούνται πολλές αμφιβολίες. Το πιο πιθανό φαίνεται να είναι το ότι στη Βοιωτία είχε δημιουργηθεί ποιητική σχολή, η οποία ασχολούνταν με τη σύνθεση ποιημάτων καταλογικής μορφής.
Στον Ησίοδο απέδιδαν το ποίημα "Ασπίς Ηρακλέους" σε 480 στίχους, το οποίο του αμφισβητεί η νεότερη κριτική έρευνα. Η "Ασπίς Ηρακλέους" έχει ως αντικείμενο τη μητέρα του ήρωα Αλκμήνη η οποία άφησε το σπίτι και την πατρίδα της για να πάει στις Θήβες.
Μετά εξιστορείται η γέννηση του Ηρακλή και περιγράφεται η ασπίδα του ήρωα και η μάχη του με τον Κύκνο, τον οποίο και έσφαξε.
Ότι έγινε με τον Όμηρο, το ίδιο συνέβη και με τον Ησίοδο.
Ένα σωρό έργα κυκλοφορούσαν με το όνομά του, για τα οποία δεν ξέρουμε παρά μόνο τον τίτλο.
Του απέδιδαν τις "Χίρωνος υποθήκες", όπου ο παιδαγωγός Κένταυρος έδινε συμβουλές στους ήρωες, γεωγραφικά και αστρονομικά έργα, όπως την "Γης Περίοδο" και την "Αστρονομία", αφηγηματικά ποιήματα, όπως έναν "Αιγίμιο" που πραγματευόταν τους αγώνες του Ηρακλή στο πλευρό του Δωριέα αυτού βασιλιά, μία "Μελαμπόδεια", που περιλάμβανε ένα συναγωνισμό με αινίγματα ανάμεσα στους μάντεις Κάλχαντα και Μόψο τον "Κήυκο Γάμο", που ανήκε μάλλον στους καταλόγους και τους "Ιδαίους Δακτύλους".
Όπως ήδη σημειώθηκε, ο Ησίοδος είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής με προσωπικά αιτήματα.
Τον διακρίνει μια ευαισθησία, πρωτόγονη βέβαια, αλλά χαρακτηριστική. θαυμάζει τη φύση και με παραστατικότητα περιγράφει τις ομορφιές της.
Ορισμένοι μελετητές τον θεωρούν σαν κοινωνικό επαναστάτη.
Όμως αν ο Ησίοδος ζητεί δικαιοσύνη, δεν το κάνει γιατί, φτωχός γεωργός ο ίδιος, θέλει να δώσει στην κοινωνία της εποχής του μια νέα μορφή, αλλά γιατί θέλει να την εξυγιάνει με την επιβολή της δικαιοσύνης και να της δώσει την ευκαιρία να διορθωθεί. Έτσι αντιτάσσει στην περηφάνια της αριστοκρατικής και πλούσιας τάξης, τις αξίες του δικαίου και της Εργασίας.
Η αξία της ποίησης του Ησιόδου δε φτάνει εκείνη του Ομήρου, όπως δε μπορεί να του αρνηθεί κανείς ούτε την ποιητική πνοή, ούτε τις καινοτομίες, για τις οποίες έγινε ήδη λόγος.
Αισθητή είναι η επίδραση την οποία άσκησε ο ποιητής αργότερα στα "Γεωργικά" του Ρωμαίου ποιητή Βιργιλίου. Η εκτίμηση, άλλωστε, της αρχαιότητας προς την ποίησή του φαίνεται από το ότι οι αρχαίοι συγγραφείς συχνά τον αναφέρουν και τον θεωρούν σαν προάγγελο του νέου θετικού και επιστημονικού πνεύματος.
Αναφέρει ο Πλίνιος τα εξής:
"Ο Ησίοδος είπε, ότι η πρωινή δύση των Πλειάδων συμβαίνει την ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας.
Ο Θαλής την τοποθετεί την εικοστή πέμπτη ημέρα μετά την ισημερία (Πλίνιος, Ν.Η ΧVII 213).
Η διαφορά αυτή των 25 ημερών ανάμεσα στις δύο παρατηρήσεις του Ησιόδου και του Θαλή οφείλεται προφανώς, στην διαφορετική χρονολογία παρατηρήσεως.
Οι Πλειάδες (κοινώς Πούλια) είναι ένα γαλαξιακό σμήνος, το οποίο με γυμνό οφθαλμό φαίνεται να αποτελείται από 7-11 αστέρες και ανήκει στον αστερισμό του Ταύρου.
Μπορούμε εύκολα να υπολογίσουμε σε πόσα έτη αντιστοιχεί αυτή η μετατόπιση των Πλειάδων πάνω στην ουράνιο σφαίρα, αν λάβουμε υπ' όψιν μας, ότι λόγω της μεταπτώσεως του άξονος της γης
όλοι οι αστερισμοί μετατοπίζονται κατά 50",2 κάθε χρόνο.
Οι 25 μέρες αντιστοιχούν σε 25χ360/365,24χ3600=88708",79.
Διαιρώντας με την ετήσια μετατόπιση των 50",2 βρίσκουμε να είναι: 1767 έτη.
Άρα ο Ησίοδος έζησε περίπου 1700 έτη πριν από τον Θαλή τον Μιλήσιο.
Συνεπώς (επειδή ο Θαλής ήκμασε περί το 600 π.Χ.) ο Ησίοδος έζησε περίπου το 2300 π.Χ. με κάποια μικρή απόκλιση.... Έχετε μήπως αντίρρηση;;;