Αδάμ και Εύα ή Ελληνική Ανθρωποπλασία; Φως στο σκοτάδι χιλιετιών.
Μετά τις έρευνες για την πραγματική πηγή του βιβλικού κατακλυσμού και την αποκαλυπτική μελέτη για τον μύθο του “πύργου της Βαβέλ”,
ο Μιχάλης Καλόπουλος παραθέτει το εκπληκτικό πόνημα που φέρνει στην επιφάνεια την Ελληνική θεώρηση της δημιουργίας του ανθρώπου.
Η ανθρωπογονία της βιβλικής εκδοχής, έφτασε να μονοπωλεί την ιδέα των πρωτόπλαστων.
Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε ν’ αντιληφθούμε ότι τα “ανθρωπογονικά έπη”, δεν μπορεί παρά να είναι καρποί μόνο αστικού πολιτισμού, κάτι που οι βιβλικοί συγγραφείς απέκτησαν με εξαιρετική καθυστέρηση!
Αν όμως τα ανθρωπογονικά στοιχεία της Γένεσις, παρουσιάζουν επίσης εκτεταμένες ομοιότητες με τους αντίστοιχους βασικούς μεσογειακούς και μη μύθους, τότε δεν θα ήταν νομίζω άδικο αν σκεφτούμε, ότι και η “ιστορία” των πρωτοπλάστων, Αδάμ[1] και Εύας,[2] αποτελούσε ένα ακόμα διαδεδομένο μυθοπλαστικό εύρημα της εποχής, απ’ το οποίο λιγοστά στοιχεία περιέσωσε ενσωματώνοντάς το στον πρόλογό της η Μωυσιακή πεντάτευχος.
Ο Μωυσής λοιπόν, ο αδιαμφισβήτητος (κατά τους θεολόγους) συγγραφέας της Γένεσις, που κατά την βιβλική ομολογία: «έλαβε πάσαν την σοφία των Αιγυπτίων» (Πράξεις αποστόλων 7,22) φαίνεται πως θυμόταν αρκετά ξεκάθαρα την ανθρωπο-θεογονία του (Αιγύπτιου) Τρισμέγιστου Ερμή, και αυτή μπορεί να είναι μια πολύ καλή απάντηση, στο γιατί η Μωυσιακή αφήγηση, νοηματικά κινείται στον ίδιο ακριβώς αφηγηματικό άξονα, περιλαμβάνοντας συχνά, ακόμα και κατά λέξη, όλα εκείνα τα νοήματα του Ερμή, που στο σύνολό τους συνθέτουν το «θεογονικό» και «ανθρωπογονικό» κείμενο της βιβλικής Γένεσις!
Ποιές είναι όμως οι βασικές ιδέες της βιβλικής ανθρωπογονίας; Περιέχει πράγματι η βιβλική ανθρωποπλασία κάτι το πρωτότυπο, κάτι το διαφορετικό απ’ τις διάσημες αφηγήσεις της εποχής εκείνης;
«Και έπλασε Κύριος τον άνθρωπον από χώματος εκ της γης και ενεφύσησεν εις τους μυκτήρας (ρώθωνες) αυτού πνοήν ζωής και έγεινεν ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν». Γέν.2.7.
Περιέχει πράγματι κάτι το πρωτότυπο η παραπάνω βιβλική ανθρωποπλασία, από το τεράστιο σύνολο αρχαίων αφηγήσεων, που με λεπτομέρειες εκφράζουν την ίδια ακριβώς ιδέα;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι βρισκόμαστε στην εποχή της πηλοπλασίας και του κεραμικού τροχού.
Τα πήλινα αγαλματίδια που κοσμούν ήδη τις λατρευτικές γωνίες των πρώτων αστικών πολιτισμών, δίνουν την βασική ιδέα της συγκεκριμένης ανθρωποπλασίας, από ανώτερη δύναμη.
Ο Έλληνας είναι από αμνημονεύτων χρόνων ήδη πεπεισμένος για τους «γηγενείς»[3] προγόνους του. Εκτός απ’ την έννοια του αυτόχθονα, παντού ήταν διάχυτη η ιδέα, πως «η Παμμήτειρα Γη» είναι αυτή που γέννησε τους προγόνους του: «Ω Φύση παμμήτειρα θεά, πολυμήχανη μητέρα, περίπλοκη, μέγιστη, φιλική, πάντροφη… Πάντων μεν συ και πατήρ και μήτηρ…» Orphica Hymni Ορφικά ορφεύς προς μουσαιον 10.
Έτσι στην Αττική, ο Ερεχθέας γεννήθηκε απ’ την τροφοδότρα γη. Στην Αρκαδία: «Η μαύρη γη έδωσε ζωή στον Πελασγό, πάνω στα ψηλά βουνά τα στεφανωμένα με δάση». Παυσανίου Περιήγησις. 8.1.4.9
Στη Βοιωτία ο Αλαλκομενέας είναι το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα: «που το κεφάλι του ορθώθηκε πάνω απ’ το έλος που σχηματίστηκε απ’ τον Κηφισό». Λυρικά αδέσποτα PMG 67a.
Ο Ησίοδος λέει πως: «εποίησεν ο Ζευς», το τρίτο γένος των ανθρώπων. Σχόλια στον Ησίοδο 142ter. 1
Ο Ξενοφάνης, χωρίς σίγουρα να έχει διαβάσει την εβραϊκή Βίβλο επιμένει εντελώς πεπεισμένος, πως από γη και χώμα έπλασαν οι θεοί των άνθρωπο![4]
Γη-χώμα-πέτρα-πηλός, εκεί γύρω περιστρέφεται μια ατέλειωτη σειρά από γνωστές ή άγνωστες ανθρωπογονίες στην μυθολογικά ελληνοκρατούμενη Μεσόγειο.
Στην Αίγυπτο για παράδειγμα, η θεότητα «Χνούμ ο Κύριος των γενέσεων» έπλασε τους ανθρώπους από πηλό, πάνω στον κεραμικό τροχό του. Οι Βαβυλώνιοι που είναι στο εμπορικό σταυροδρόμι Δύσης και Ανατολής, είχαν παρόμοιους πηλοπλάστες θεούς, Μαρδούκ και Εά, που ανακατεύοντας θεϊκό αίμα και χώμα, έπλασαν το υλικό για τον πρώτο άνθρωπο.
Αλλά και η εκπληκτική λεπτομέρεια της πρώτης θεϊκής ανάσας απ’ τον ζωοδότη βιβλικό θεό, δεν είναι παρά μια κοινότατη επανάληψη των ελληνομεσογειακών μύθων: «γενομένου δε του κατακλυσμού επί Δευκαλίωνος, πάντες (οι άνθρωποι) διευθάρισαν, καθώς δε αποξηράνθη η γη, διέταξε ο Ζευς τον Προμηθέα και την Αθηνά, ομοιώματα (ανθρώπων) να πλάσουν εκ του πηλού και προσκαλέσας τους ανέμους, σ’ όλους να εμφυσήσουν (την ζωή) διέταξε και ζώντας (ανθρώπους) να δημιουργήσουν» Herodianus et Pseudo-Herodi 3,1.363.27 3.
Σχεδόν πάντοτε λοιπόν, οι ανθρωποπλάστες θεοί φυσούν «την πνοή της ζωής» στους ρώθωνες των πρωτοπλάστων, όπως άλλωστε επί λέξη είδαμε να αναφέρει και ο Ερμής ο Τρισμέγιστος.
Φαίνεται λοιπόν πως η αναφορά στην πρώτη αυτή ανθρώπινη ανάσα, δεν είναι αναγκαστικά θεϊκής προέλευσης, αλλά μακρόχρονης ανθρώπινης συνήθειας, που αποσκοπούσε να σώσει τα νεογέννητα απ’ τις συνέπειες μιας ταλαιπωρημένης και δύσκολης γέννας.
Έτσι η εικόνα αυτής της τρυφερής και σωτήριας μαμής, που σώζει το νεογέννητο φυσώντας στα ρουθούνια του την πρώτη ανάσα, ενέπνευσε στους ανθρωπογονικούς μύθους, την πρώτη αυτή αναγκαία πνοή της ζωής, από τα χείλη των δημιουργών θεών.
Και η ιδέα της διαφορετικής μεταχείρισης ανδρός και γυναικός από τον πηλοπλάστη θεό, ήταν επίσης ευρύτατα διαδεδομένη.
Η ελληνική εκδοχή, όπως προαναφέραμε, θέλει τον άνδρα πλασμένο κατ’ ευθείαν απ’ το χέρι του φιλάνθρωπου Προμηθέα. Ενώ για τη γυναίκα την «Πανδώρα», ο μύθος λέει ότι πλάστηκε από τα χέρια του χθόνιου θεού Ήφαιστου, όχι για καλό, αλλά για να παγιδέψει τον άνδρα με τα θέλγητρά της!
Και ενώ δημιουργείται απ’ τα επιδέξια χέρια του Ήφαιστου και στολίζεται απ’ την θεά της ομορφιάς Αφροδίτη και την θεά της σοφίας Αθηνά, φαίνεται να είναι ένα πλάσμα με ασύλληπτη μεν ομορφιά, επικίνδυνη δε πανουργία και άκρατη περιέργεια, που γίνεται αφορμή να ελευθερωθούν αμέτρητα δεινά πάνω στους ανθρώπους, όταν η ίδια μόνη της, άνοιξε το πιθάρι μεσ’ το οποίο ήταν όλα καλά κλεισμένα: «Έτσι μίλησε γελώντας ο πατέρας των θεών και τον Ήφαιστο προστάζει τον ξακουστό χώμα με νερό να σμίξει να του βάλει και λαλιά, αντοχή να ’χει και όψη σα θεά αθάνατη αξιαγάπητης παρθένας ομορφιά… και ονόμασε ο κήρυκας των θεών τη γυναίκα αυτή Πανδώρα, γιατί όσοι έχουν στον Όλυμπο δώματα, δώρο της έδωσαν κακό για τους ψωμοφάγους ανθρώπους».[5]
Αυτοί που διατήρησαν το μύθο του Αδάμα είναι οι θεϊκοί Κάβειροι, τους οποίους ο ίδιος ο μύθος συχνά τοποθετεί προ του θεού Διός, ως θεϊκούς σιδεράδες και κατασκευαστές της άρπας του Κρόνου.
Πόσοι γνωρίζουν επίσης ότι ακόμα και στις πιο παράξενες λεπτομέρειές του, το βιβλικό κείμενο είναι απόλυτα ένας αντικατοπτρισμός των μεσογειακών ανθρωπογονικών θρύλων; Για την ονοματοδοσία των ζώων απ’ τους πρώτους ανθρώπους, λέει η Βίβλος: «έπλασε δε Κύριος ο θεός εκ της γης πάντα τα ζώα του αγρού και πάντα τα πετεινά του ουρανού και έφερεν αυτά προς τον ΄Αδάμ δια να ίδη πως να ονομάσει αυτά και ότι όνομα ήθελε δώσει εις παν έμψυχον, τούτον να είναι το όνομα αυτού. Και έδωκεν ο Αδάμ ονόματα εις πάντα τα κτήνη και εις τα ζώα του αγρού». Γέν.2.19-20
Να πως διέσωσε τον αντίστοιχο μύθο[8] ο Πλάτωνας δια στόματος Σωκράτους: «πιο ευχάριστο λοιπόν μου φαίνεται, να σας διηγηθώ μύθον είπε (ο Σωκράτης). Ήταν κάποτε εποχή, οπότε υπήρχαν θεοί αλλά δεν υπήρχαν θνητά γένη. Όταν έφτασε και για τούτα ο πεπρωμένος χρόνος της δημιουργίας, τα σχηματίζουν (τα γένη) οι θεοί… και πρόσταξαν τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα κοσμήσουν και να κατανείμουν τις δυνάμεις όπως αρμόζει στο καθένα.
Ο Επιμηθέας τότε, παρακαλεί τον Προμηθέα να κάνει ο ίδιος τη μοιρασιά.
Μόλις τα μοιράσω είπε, να τα εξετάσεις. Έτσι λοιπόν τον έπεισε και μοίρασε δυνάμεις.
Ο αδελφός λοιπόν του Προμηθέα, ο Επιμηθέας, με υπομονή μελετώντας συμπληρώνει με διάφορα χαρίσματα και βοηθά έτσι τη δύναμη της επιβίωσής τους, και παρατηρώντας τα χαρίζει στο καθ’ ένα όχι απλά ένα όνομα, όπως ο “συνάδελφός” του Αδάμ στο βιβλικό μύθο, αλλά, τις ίδιες εκείνες τις ιδιότητες, απ’ τις οποίες συχνά παίρνει νόημα το όνομά τους.
Η χαριτωμένη αυτή εξιστόρηση, αποκαλείται από τον αφηγητή της Σωκράτη “μύθος”,[10] που σημαίνει ότι επί των ημερών του η άποψη αυτή, ήταν τόσο παλιά, ώστε αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι των πανάρχαιων ελληνικών θρύλων (μύθων) και αναφορών.
Οι ομοιότητες των δύο αυτών εξιστορήσεων, είναι παραπάνω από φανερές και βέβαια δεν μπορούν να θεωρηθούν τυχαίες. Έτσι παραμένει προκλητικά ανοιχτό το αρχικό μας ερώτημα.
Τι λοιπόν το επαναστατικά ιδιαίτερο είχε να προσθέσει η θεωρούμενη ως θεϊκότερη όλων εβραϊκή εκδοχή των πρωτοπλάστων, που δεν ήταν ήδη ευρύτατα γνωστό με άπειρες μάλιστα παραλλαγές στον ελληνοθρεμμένο κόσμο της εποχής εκείνης;
Το μόνο που με μια ματιά διαπιστώνουμε είναι ότι: Ενώ την εβραιοβιβλική ανθρωπογονική εκδοχή τη γνωρίζουν ακόμα και τα μωρά, τις άκρως ενδιαφέρουσες παραλλαγές της πανάρχαιας Ελληνομεσογειακής ανθρωπογονίας, όχι μόνο δεν τις γνωρίζουμε, αλλά τις θεωρούμε περιθωριακές γνώσεις για “παράξενους”.
Γιατί άραγε η βιβλική αφήγηση, για αιώνες τώρα, απολαμβάνει τιμές περίβλεπτης αλήθειας, ενώ οι αντίστοιχες μεσογειακές, αρχαιότερες, αυθεντικότερες, πανομοιότυπες και συχνά πληρέστερες αφηγήσεις, θεωρούνται γνώσεις δεύτερης ποιότητας και ανάξιες για εκτεταμένη λαϊκή ή και σχολική προβολή;
Ας αφήσουμε όμως τις καυτές ερωτήσεις, ν’ απαντηθούν αβίαστα με την πρόοδο αυτής της εργασίας κι ας επιστρέψουμε στις ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες εκείνες, που αποδεικνύουν ότι ο πληθωρικός Έλληνας, με τις παγκοσμίως σήμερα ανεγνωρισμένες γιγάντιες πνευματικές του επιδόσεις, δεν μπορεί ποτέ να ένοιωσε την ανάγκη να αντιγράψει τις “δεκαπέντε” αράδες της εβραιοβιβλικής ανθρωπογονίας, διότι εκεί που το βιβλικό κείμενο αναφέρει επιγραμματικά δυο λέξεις, ή θολά υπαινίσσεται μια ιδέα, ο λαλίστατος μεσογειακός απόηχος, είχε ατέλειωτα τραγούδια, θρύλους και ραψωδίες, των οποίων η λεπτή χάρη και η ατέλειωτη ροή χαριτωμένων εικόνων, παραμένει η καλύτερη απόδειξη αυθεντικότητας.
Αυτή ακριβώς η σύγκριση, είναι που θα έπρεπε να κάνει κάποιον να ντρέπεται στην ιδέα και μόνο, ότι η τεράστια φιλολογική λίμνη των μεσογειακών ανθρώπων, γέμισε, μεταγγίζοντας με το φειδωλό εβραιο-μυθολογικό σταγονόμετρο, τις βιβλικές τους εικόνες.
Ας συνεχίσουμε όμως τη συλλογή παραλλήλων στοιχείων, μια και σημειώστε, δεν υπάρχει η παραμικρή βιβλική αναφορά που να μην έχει πλήθος ολόκληρο αντιστοιχιών στον ελληνικό μύθο, ή ακόμα καλύτερα, να μη βρίσκει σ’ αυτόν την φυσική της προέκταση και ερμηνεία.
Παράδειγμα για καλύτερη κατανόηση αποτελεί το εδάφ. Γέν.1.26, όπου η βιβλική θεότητα μιλώντας στον πληθυντικό λέγει: «Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών, καθ’ ομοίωσιν ημών». Γιατί άραγε η δημιουργός θεότης χρησιμοποιεί εδώ πληθυντικό;
Χρειάστηκαν πάρα πολλοί αιώνες να περάσουν, για να ανακαλύψει μια απάντηση ο Ιωάννης, ο Μαθητής του υιού αυτής της θεότητας και να πει: «Εν αρχή, ητο ο Λόγος και ο Λόγος ητο παρά τω θεω και θεός ητο ο Λόγος. Ούτος ητο εν αρχή παρά τω θεω. Πάντα δι’ αυτου έγειναν και χωρίς αυτού δεν έγεινεν ουδέ εν, το οποίον έγεινεν» Ευαγγ. Ιωάνν.1.1.
Έτσι εξηγεί ο Ιωάννης, ότι ο πληθυντικός που χρησιμοποιείται στην Παλαιά Διαθήκη, έχει αποδέκτη το «Λόγο», ή τον γιο του βιβλικού θεού, Χρηστό Ιησού. Μόνο που ο βιβλικός αυτός Προμηθέας, ο «Λόγος» ή Χριστός, έρχεται με καθυστέρηση πολλών αιώνων, για να φωτίσει ένα σκηνικό, όπου πολλοί θεοί -άρα πληθυντικός- ασχολούνται με την πλάση του πρώτου άνδρα και της πρώτης γυναίκας.
Όσον αφορά δε, την ομοιομορφία θεών και ανθρώπων (ανθρωπομορφισμό θεών), δηλαδή το «κατ’ εικόνα ημών και ομοίωσιν» Γέν.1.26, δεν πιστεύω να υπάρχει κανένα ίχνος διαφωνίας, μια και οι Έλληνες έπ’ αυτού πραγματικά κυριολεκτούσαν.
Οι πανέμορφοι ανθρωπόμορφοι θεοί των Ελλήνων, έναντι των υπόλοιπων τερατόμορφων θεών, έδιναν ανέκαθεν “ουσία” στην παραπάνω δήλωση.
Απ’ την άλλη μεριά πάλι, πολλοί αρέσκονται να κατηγορούν τον ελληνικό ανθρωπομορφισμό, σαν ένα απόλυτα μεμπτό και “ανώριμο” θρησκευτικό στοιχείο.
Αναρωτιέμαι όμως, όταν ο γιος της παλαιοδιαθηκικής θεότητας, ο Λόγος ή Χριστός, ενανθρωπίστηκε, δεν ήταν ένας απόλυτα ανθρωπόμορφος θεός; Πού είναι λοιπόν η οποιαδήποτε έπ’ αυτού διαφορά;
Μήπως όμως, για να συνεχίσουμε τις επισημάνσεις παράλληλων θέσεων, στα εναπομείναντα ελληνικά συγγράμματα, δεν μπορεί να βρεθεί τίποτε σχετικό με τις διάσημες λεπτομέρειες της περιβόητης πτώσης στην αμαρτία, εξαιτίας της βρώσεως του απαγορευμένου “καρπού”;
Σαν θεοί ζούσαν έχοντας ανέγνοιαστη ψυχή, ολότελα χωρίς κόπους και πόνο, κι ούτε τα φοβερά γεράματα ήταν πάνω τους και πάντα οι ίδιοι στα πόδια και στα χέρια χαίρονταν… και καρπόν έφερνε η ζωοδότρα γη μόνη της πολύν και άφθονον.
Αλλά η γυναίκα, (η Πανδώρα) με τα χέρια της, το μεγάλο κούπωμα του πιθαριού βγάζοντας, τα (δεινά) σκόρπισε κι έφερε στους ανθρώπους πικρά βάσανα. Μόνο ή ελπίδα στον άσπαστο οίκο της έμεινε… (έτσι) αμέτρητα πια βάσανα ανάμεσα στους ανθρώπους πλανώνται και είναι η γη και η θάλασσα κακά γεμάτη, και στους ανθρώπους οι αρρώστιες, άλλες την ημέρα κι άλλες τη νύχτα, μόνες τους έρχονται, φέρνοντας κακά στους θνητούς σιωπηλές.»! Hesiodus Epic.«Opera et dies» 90.
Ή μήπως διαφέρει νοηματικά η παραπάνω περιγραφή απ’ το πνεύμα της βιβλικής θεϊκής κατάρας; «Κατηραμένη να είναι η γη εξ αιτίας σου, με λύπας θέλεις τρώγει τους καρπούς αυτής… και εν τω ιδρώτι του προσώπου σου θέλεις τρώγει τον άρτον σου, εωσού επιστρέψης εις την γην, εκ της οποία ελήφθης»! Γέν.3.17-19.
Ίσως όμως απ’ τα ελληνικά αρχεία, να λείπουν άλλες διάσημες βιβλικές λεπτομέρειες, που μυθολογώντας προσπάθησαν να συγκρατήσουν τις ανθρώπινες περιπέτειες, γιατί μόνο στους βιβλικούς συγγραφείς εκμυστηρεύτηκαν τα όσα συνέβησαν οι “αυτόπτες” μάρτυρες του πειρασμού, κάτω απ’ το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού, με τον όφη τον καταραμένο να παίζει τον προδοτικό του ρόλο; Όχι, κάθε άλλο.
Μια ολόκληρη σειρά απαγορευμένων “καρπών” έχει να επιδείξει η ελληνική μυθολογία, που η παραβίαση και η βρώση τους έφερνε τιμωρία ή θάνατο.
Ήταν δε τόση η διάδοση των ιδιόμορφων αυτών θεϊκών απαγορεύσεων, που και ο μεγάλος Όμηρος συμπεριέλαβε στην Οδύσσεια, μια παρόμοια όμορφη ιστορία με τις αγελάδες του Ήλιου. Πανάρχαια προομηρική προφανώς ιστορία, την οποία ο έξοχος Όμηρος συνταίριαξε στο υπέροχο έπος της Οδύσσειας.
Θα απολαύσουμε όμως την όμορφη αυτή ιστορία που θα μας ξεκουράσει και θα μας βάλει στο κλίμα των απαγορευμένων καρπών του ελληνικού μύθου στο επόμενο άρθρο…
[1] Το Μέγα Ετυμολογικό (Etymologicum Magnum) 220.37, λέει: «Γάμος: δάμος και γάμος, (εκ του) δαμώ, δαμάζω. Και τις παρθένες αδάμαστες ονομάζουν» Εξ’ ου και ο παρθένος α-δάμας.
Μια ενδιαφέρουσα λοιπόν άκρως ελληνική ερμηνεία του ονόματος Αδάμ, είναι ά-δαμος ή ά-γαμος! Ενδιαφέρον έπ’ αυτού έχει ότι ο Αδάμ από τον Εβραίο ιστορικό, Flavius Josephus ονομάζεται «Άδαμος». Antiq. Jud.1.34.4.
[2] Η ελληνική ερμηνεία του ονόματος «Εύα», είναι ευκολότερη, προερχόμενη προφανώς απ’ την λέξη «Ήβα» ή «Ήβη», δηλαδή την νεότητα.
[3] Γη-γενής, εκ του γη+γενώ- Ο εκ της γης γεννηθείς. Κατά τον Αισχύλο, ο άνθρωπος: «του πηλοπλάστου (θεού) ήταν σπέρμα». Αισχύλος Απόσπ. 369.
[4] Απόσπ. 29 D.K. Βλ. επίσης: «Έτσι δε και ο Ξενοφάνης έλεγε, Όλοι δε από γης και ύδατος εγενήθημεν» Eustathius Philol. ΕΙΣ ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ – ΕΚ ΤΗΣ ΗΤΑ ΡΑΨΩΔΙΑΣ 2, 416, 10. O Apollodorus Muth. (1.45.2) γράφει σχετικά: «Προμηθέας δε εξ ύδατος και γης ανθρώπους έπλασε». Αλλά και: «Γαία πάντων γενέτειρα» Euripides Trag. Fragm.182a.1.
[5] Hesiodus Epic Opera et dies 60-70.
[6] Hesiodus Theog. 600.
[7] Paul Descharm “Εγκυκλοπαίδεια της Ελληνικής Μυθολογίας” τομ. 2 σελ. 230.
[8]«Μύθος=λόγος» Apollonius Sopf.114,3. Στην αρχαιότητα λοιπόν, “Μύθος” εσήμαινε τρόπος παρουσίασης ενός θέματος.
[9] Plato Phil. Protagoras 320c.
[10] Μύθος λοιπόν= θρύλος-παράδοση, αναφορά.