Τα ερείπια μιας αρχαίας ελληνικής πόλης, χρονολογείται γύρω στον 6ο αιώνα π.Χ., ήρθαν στο φως.
Οι αρχαιολόγοι μένουν έκπληκτοι !! τόσο από τον αριθμό των ευρημάτων όσο και την κατάσταση αυτών που βρέθηκαν εκεί και προφανώς πλέον, επηρεάζουν την Ιστορία της περιοχής.
Οι ανασκαφές προχωρούν με εξαιρετική προσοχή, έτσι ώστε να αποφεύχθούν ζημιές ή φθορές στο αρχαίο φρούριο της Πόλης.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, θεωρείται ότι απο τα ερείπια (στη φωτό) που είναι του ναού της Δήμητρας, της αρχαίας Θεάς της γονιμότητας και της γεωργίας, είναι σε θέση να καθορίστει και το ακριβές σημείο του βωμού της Θεάς.
Όμως, ο αριθμός των ευρημάτων τους ώθησε να πιστεύουν ότι έχει βρεθεί, ολόκληρη η Πόλη.
Η διενέργεια των ανασκαφών είναι ότι είναι εξαιρετικά δύσκολη, λόγω της απομακρυσμένης τοποθεσίας, η έλλειψη τρεχούμενου νερού και ο πολύ κρύος καιρός (μέχρι - 25 C κατά τη διάρκεια της νύχτας).
Μια άλλη δυσκολία είναι η έλλειψη χρηματοδότησης, η οποία για την ώρα, γίνεται με την ενίσχυση και τη βοήθεια των εθελοντών, οι οποίοι πληρώνουν € 13 (500 ρούβλια) για την κάθε ημέρα συμμετοχής τους....!!!!
Taman, Krasnodar region, south Russia
Πριν από την ίδρυση των αποικιών, η χερσόνησος του Ταμάν κατοικήθηκε από τους Μαιώτες1 και τους Σινδούς,2 νομαδικά φύλα τα οποία αργότερα εγκαταστάθηκαν στους τοπικούς οικισμούς και αφομοιώθηκαν. Κατά την Κλασική περίοδο η χερσόνησος ενσωματώθηκε στο βασίλειο του Βοσπόρου, ενώ κατά τον 4ο αι. μ.Χ. η περιοχή κατακτήθηκε από τους Ούνους.
Η αποικιακή δραστηριότητα στη χερσόνησο του Ταμάν ξεκίνησε στο α΄ μισό του 6ου π.Χ. αι., όταν κάτοικοι της Μιλήτου ίδρυσαν τους Κήπους μαζί με το Παντικάπαιο στη χερσόνησο του Κέρτς, στην ανατολική πλευρά της Κριμαίας. Η ταυτόχρονη ίδρυση των δύο αυτών αποικιών έδωσε στους Μιλήσιους τον έλεγχο των στενών του Κιμμερικού Βοσπόρου, απ' όπου διακινούνταν τα εμπορεύματα για να καταλήξουν στην Αζοφική θάλασσα και στο δέλτα του Δούναβη.
Η εύφορη γη της χερσονήσου του Ταμάν στο δέλτα του ποταμού Kubar, μετέτρεψε το οικιστικό δίκτυο της Φαναγορείας, της Ερμώνασσας και των Κήπων σε μεγάλο αγροτικό και οικονομικό κέντρο. Σε αυτή την ευημερία συνετέλεσε και η ειρηνική σχέση των Ελλήνων αποίκων με τους Μαιώτες και τους Σινδούς.
Πρόσφατες γεωαρχαιολογικές έρευνες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου επιχειρούν να αναδείξουν τη σχέση και την ιεραρχία μεταξύ των πόλεων και της ενδοχώρας αλλά και των αποίκων μεταξύ τους. Η έρευνα έχει ως στόχο την ένταξη των γεωαρχαιολογικών αποτελεσμάτων στα ανασκαφικά ευρήματα των Κήπων, τα οποία φυλάσσονται στο Ιστορικό Μουσείο Μόσχας. Η ως τώρα έρευνα έφερε στο φως ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εύρημα: τον άγνωστο έως σήμερα οικισμό Golubitskaia 2. Τόσο οι επιφανειακές έρευνες, όσο και οι δοκιμαστικές τομές αποκάλυψαν το μεγαλύτερο τμήμα των τειχών της πόλης καθώς και κεραμική, σύμφωνα με την οποία ο χώρος κατοικούνταν από τον 6ο αι. π.Χ. ως την Ελληνιστική περίοδο (2ος-1ος αι. π.Χ. ).
Οι ειδικοί σήμερα γνωρίζουν το σύστημα καταμερισμού της γης στη χερσόνησο του Ταμάν, ειδικά στην περιοχή Phantalovskij (σύγχρονο ΒΔ Ταμάν), και υποστηρίζουν ότι εκτός από τους βασικούς οικισμούς στη χερσόνησο υπήρχαν άλλοι 185 περίπου δορυφόροι οικισμοί.
4.1. Φαναγορεία
Σύμφωνα με τα κεραμικά ευρήματα, η Φαναγορεία ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. , από κατοίκους των Αβδήρων με καταγωγή από την Τέω.
Η Φαναγορεία είναι η μεγαλύτερη σε έκταση ελληνική αποικία στη περιοχή (με έκταση περίπου 65 εκταρίων). Παρ΄ ό,τι οι αναφορές στις γραπτές πηγές δεν είναι πολλές, και συνεπώς οι πληροφορίες μας για την πόλη στηρίζονται κυρίως στα αρχαιολογικά ευρήματα, τόσο ο Εκαταίος ο Μιλήσιος όσο και ο Στράβων αναφέρονται στην τοποθεσία και την εμπορική δραστηριότητά της.3
Τόσο η ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής της πόλης, η οποία παρήγαγε και εξήγαγε σιτηρά, όσο και η γεωγραφική της θέση στα στενά του Κέρτς, χάρη στην οποία η Φαναγορεία έλεγχε τις εμπορικές διαδρομές μέχρι και τα Ουράλια Όρη, ευνόησαν την οικονομική άνθηση της πόλης κατά τον 5ο αι. π.Χ. Η γόνιμη γη της χερσονήσου του Ταμάν, και ειδικότερα η χώρα της Φαναγορείας ευνόησαν ιδιαίτερα τη γεωργική ανάπτυξη στην περιοχή.
Μάλιστα, οι ανασκαφικές έρευνες έχουν φέρει στο φως τη λεγόμενη «Οικία του Σιτέμπορα», η οποία χρονολογείται στον 5ο αι. π.Χ. Στο κτήριο αυτό βρέθηκε πλήθος αποθηκευτικών πίθων με υπολείμματα σιτηρών.
Εκτός από την παραγωγή σιτηρών, σύμφωνα με την αρχαιολογία οι κάτοικοι της Φαναγορείας επιδίδονταν στην αμπελοκαλλιέργεια. Επιπλέον, οι κάτοικοι επιδίδονταν στην αλιεία, όπως μαρτυρούν τα χάλκινα αγκίστρια και τα αλιευτικά βάρη που ανασκάφτηκαν στην πόλη.
Κατά τον 5ο αι. π.Χ. η Φαναγορεία ενώθηκε με το Παντικάπαιο και άλλες πόλεις των χερσονήσων Κερτς και Ταμάν και σχημάτισαν το βασίλειο του Βοσπόρου, το οποίο κυβέρνησαν πρώτα οι Αρχαιανακτίδες και στη συνέχεια οι Σπαρτοκίδες. Κατά τον 3ο και 4ο μ.Χ. αι. η Φαναγορεία παρήκμασε οικονομικά, και τελικά έπεσε στα χέρια των Ούνων.
4.2. Ερμώνασσα
Η Ερμώνασσα βρίσκεται στη σημερινή ρωσική πόλη Tmutarakan, στα νότια του κόλπου του Ταμάν. Ιδρύθηκε τον 6ο αι. π.Χ. και υπήρξε η μοναδική αιολική αποικία της βόρειας Μαύρης θάλασσας. Η πόλη άλλαξε πολλές ονομασίες: το ελληνικό της όνομα, Ερμώνασσα, διαδέχτηκε τα ονόματα Matluka και Tamatarkha των Χαζάρων, ενώ οι Γενοβέζοι την αποκαλούσαν Matrega και οι Τούρκοι Ταμάν.
Οι αρχαίες πηγές που αναφέρονται στην Ερμώνασσα είναι αρκετές: τόσο ο Στράβων όσο και ο Διονύσιος ο Περιηγητής αναφέρονται στην πόλη.4
Μάλιστα, ο Διονύσιος επαινεί την αρχιτεκτονική της.
Η πόλη είχε μακρότατη ιστορία, από τον 6ο αι. π.Χ. έως και το 17ο αι. μ.Χ., ενώ κατοικούνταν μέχρι προ πεντηκονταετίας. Η γεωστρατηγική της θέση τής επέτρεπε να ελέγχει το πέρασμα από τη Μαύρη στην Αζοφική θάλασσα. Παρά τις συστηματικές ανασκαφές, δε στάθηκε εφικτό να αποκαλυφθούν όλα τα στρώματα της πόλης, ενώ το βόρειο τμήμα της έχει δυστυχώς βυθιστεί λόγω γεωλογικών αλλαγών. Η ακριβής τοποθεσία της Ερμώνασσας είναι δύσκολο να καθοριστεί, όχι μόνο λόγω των γεωμορφολογικών αλλαγών της περιοχής αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν έχει βρεθεί καμία επιγραφή με το όνομα της πόλης στην ευρύτερη χερσόνησο.
Η αγροτική ανάπτυξη της πόλης ακολούθησε αυτή της γειτονικής Φαναγορείας και ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. αλλά και μέσα στον 5ο αι. π.Χ. η Ερμώνασσα επεκτάθηκε στην καλλιέργεια της γύρω χώρας. Η εμπορική δραστηριότητα της Ερμώνασσας διαφαίνεται από τα ευρήματα του 6ου και 5ου αι. π.Χ., στα οποία περιλαμβάνεται εκτενής κορινθιακή κεραμική αλλά και χιώτικοι αμφορείς που μετέφεραν κρασί, ενώ οι επαφές και οι σχέσεις της πόλης με τις Κυκλάδες και το βόρειο Αιγαίο είναι καταφανείς από τον 5ο αι. π.Χ. κ.ε. Η μακρόχρονη παράδοση της πόλης στην οινοπαραγωγή φαίνεται από τα δύο οινοποιεία που ανασκάφτηκαν στα περίχωρά της και ανήκουν στον 3ο αι. μ.Χ.
4.3. Κήποι
Οι Κήποι βρίσκονται περίπου 3 χλμ. από τη Φαναγορεία, στο σημερινό χωριό Sennoi της Ρωσίας, στα ανατολικά της χερσονήσου του Ταμάν. Ιδρύθηκαν από τους Μιλησίους τον 6ο αι. π.Χ.,5 και καταλαμβάνουν την κορυφή και τους πρόποδες ενός λόφου, καλύπτοντας έκταση 20-25 εκταρίων περίπου.
Οι Κήποι ανασκάφτηκαν σε δύο φάσεις, από το 1957 ως το 1972 και από το 1984 ως το 1989. Οι ανασκαφές, παρά τα εκτεταμένα στρωματογραφικά προβλήματα, απέδειξαν ότι η πόλη υπήρχε από τον 6ο αι. π.Χ. ως τον 4ο αι. μ.Χ. Στο πλαίσιο των προβλημάτων που προέκυψαν, λίγα είναι τα ασφαλή στοιχεία όσον αφορά τόσο στη δημόσια αρχιτεκτονική όσο και στο οικιστικό πλέγμα της πόλης. Από τα σημαντικότερα και σπανιότερα ευρήματα είναι ο ναός της Αφροδίτης (2ος-1ος αι. π.Χ.), καθώς και το υπόγειο μιας οικίας του 4ου αι. π.Χ.
4.4. Γοργιππία
Η Γοργιππία ιδρύθηκε από το Γόργιππο, αδερφό του Λεύκωνα, τον 6ο αι. π.Χ., στη θέση των πρωιμότερων οικισμών Σίνδου ή Σινδικού Λιμένα. Η ανασκαφή της πόλης ξεκίνησε το 1982 και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών στην περιοχή το 1989-91. Δυστυχώς οι γραπτές πηγές δεν αναφέρονται εκτενώς στην πόλη: από αυτές, μόνο ο Στράβων κάνει λόγο για την εγγύτητά της στη θάλασσα.6 Η πόλη προφανώς αποτελούσε λιμένα με εμπορική και αγροτική δραστηριότητα.
Η ίδρυσή της αποσκοπούσε στην ανάπτυξη της αγροτικής καλλιέργειας και την ενίσχυση της εμπορικής δραστηριότητας με την πόλη των Αθηνών. Η πόλη ήταν οχυρωμένη ήδη από τον 5ο αι. π.Χ., πιθανότατα για να αντισταθεί στην εξάπλωση του Παντικαπαίου των καιρό των Σπαρτοκιδών. Η οχύρωση της πόλης πιθανώς αντανακλά την οικονομική επάρκεια και ανεξαρτησία της λόγω της αγροτικής καλλιέργειας.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν τις εμπορικές σχέσεις της πόλης με την ενδοχώρα και τους γύρω οικισμούς.
Η χώρα της Γοργιππίας περιλάμβανε πληθώρα μικρότερων δορυφόρων οικισμών όπως
οι: Dzhemete, Natukhaewskaya, Su-Psekh, Krasnaja skala κτλ., και ήταν αρκετά αραιά δομημένη.