Είναι γνωστό πόσα έθιμα της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, βαθιά ριζωμένα μέσα στους αιώνες, επιβίωσαν και στη χριστιανική εποχή;
Γιατί, ακόμη και αν καταδικάστηκαν αρχικώς από την Εκκλησία, τελικώς ενσωματώθηκαν με επιτυχία στο γενικότερο πλαίσιο της ορθόδοξης λατρείας.
Από την άλλη, είμαστε σίγουροι ότι σύγχρονα έθιμα που θεωρούνται ξενόφερτα είναι όντως έτσι;
Μια διαφορετική διερεύνησή τους μπορεί να εκπλήξει. Και κάποιοι ελαφρώς ανορθόδοξοι συσχετισμοί μπορεί ίσως να προκαλέσουν, στην πραγματικότητα όμως έχουν την εξήγησή τους.
Αλλωστε η σημασία βρίσκεται στην ουσία και όχι στο περιτύλιγμα.
Δέκα ερωτήσεις λοιπόν για τα Χριστούγεννα χωρίς φόβο και πάθος.
1) Γιατί είναι πολλά;
Γιατί όχι, δηλαδή, «Χριστούγεννο»; Γιατί πληθυντικός και όχι ενικός αριθμός;
Εύλογη η απορία για κάποιον που δεν ασπάζεται το δόγμα «πίστευε και μη ερεύνα».
Ως εκ τούτου ερευνώντας φθάνει κανείς σε δύο διαφορετικές απαντήσεις.
Η πρώτη θέλει την προέλευση του πληθυντικού να βρίσκεται στον ελληνορωμαϊκό κόσμο και στις εορτές του: στα Κρόνια για τους αρχαίους Ελληνες και στα Σατουρνάλια για τους Ρωμαίους (προς τιμήν του θεού Σατούρνους, που αντιστοιχούσε στον Κρόνο).
Η άλλη απάντηση βρίσκεται σε μια αρχαία ιουδαϊκή εορτή, τα Πουρείμ (από το όνομα Πουρ), η οποία εορταζόταν από τον 5ο αιώνα π.Χ.
2) Έλατο ή βελανιδιά;
Η ιστορία έχει ως εξής: περί το 750 ο μετέπειτα Αγιος Βονιφάτιος, προστάτης των Γερμανών- τότε ήταν απόστολος-, ξεκίνησε να προσηλυτίσει στον χριστιανισμό τους κατοίκους της Φριζίας (Κάτω Σαξονία), που ήταν ακόμη παγανιστές.
Οι Φρίζιοι, οι οποίοι μιλούσαν μια αρχαία αγγλική διάλεκτο, γεγονός που δυσκόλευε τη συνεννόηση μαζί τους, λάτρευαν την αιωνόβια βελανιδιά, ιερό δέντρο του θεού τους Θωρ, επάνω στην οποία έκαναν θυσίες.
Προκειμένου να τους πείσει ο Αγιος Βονιφάτιος άρχισε, σύμφωνα με τον θρύλο, να πριονίζει τη βελανιδιά για να την κόψει, κάτι όχι πολύ εύκολο βεβαίως, ώσπου φύσηξε ένας πολύ δυνατός άνεμος και την ξερίζωσε.
Αυτό θεωρήθηκε θαύμα και έκανε τους ανθρώπους να στραφούν ομαδικά στον χριστιανισμό, ενώ στη θέση της βελανιδιάς φύτρωσε αργότερα ένα έλατο το οποίο οι χριστιανοί θεώρησαν ευλογημένο. (Παρεμπιπτόντως, ο Αγιος Βονιφάτιος μαρτύρησε μερικά χρόνια αργότερα από τους εναπομείναντες φρίζιους παγανιστές.)
Αξίζει να αναφερθεί πάντως ότι η ιερή βελανιδιά λατρευόταν και στην αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στο αρχαιότερο ελληνικό ιερό, της Δωδώνης, όπου οι ιερείς μάλιστα προμήνυαν τα μελλούμενα ανάλογα με το θρόισμά της!
3) Ποιό ήταν το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο που στολίστηκε στην Ελλάδα;
Ηταν το δέντρο ενός Βαυαρού, του Οθωνα βεβαίως, και δεν στολίστηκε στην Αθήνα αλλά κατά πρώτον στο Ναύπλιο, όπου διέμεινε για περίπου έναν χρόνο, από το 1833, ο νεαρός βασιλιάς, έχοντας φέρει μαζί του από το Μόναχο και τα έθιμα της πατρίδας του.
Τον επόμενο χρόνο το δέντρο στολίστηκε στην αθηναϊκή βασιλική κατοικία- ακόμη δεν είχαν χτιστεί τα ανάκτορα-, από όπου περνούσαν όλοι οι Αθηναίοι κάνοντας ουρές για να το θαυμάσουν. Εκεί στην πατρίδα του Οθωνα στόλιζαν έλατο από το 1539, αλλά τα πρώτα στολίδια του ήταν τρόφιμα, ενδύματα και άλλα χρήσιμα είδη, τα οποία με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν σε διακοσμητικά αντικείμενα.
4) Να στολίσω καραβάκι, δηλαδή;
Γερμανικό το έθιμο, χωρίς αμφιβολία, από την άλλη όμως το καραβάκι τι δουλειά είχε στη Στερεά Ελλάδα και επάνω στα βουνά της Θεσσαλίας ή της Ηπείρου; Επιπλέον υπάρχει και άλλη εκδοχή. Την λένε «ειρεσιώνη» και στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης στο οποίο έπλεκαν λευκές ή κόκκινες μάλλινες κορδέλες και κρεμούσαν φθινοπωρινούς καρπούς.
Την περιέφεραν παιδιά από σπίτι σε σπίτι, τοποθετώντας μάλιστα επάνω της ψωμί, μέλι, λάδι, κρασί και τελικώς την αφιέρωναν στους θεούς.
Πολύ συχνά όμως την κρεμούσαν έτσι στολισμένη στις πόρτες των σπιτιών, προς τιμήν του Ηλίου και των Ωρών.
Οπωσδήποτε επρόκειτο για ένα σύμβολο ευφορίας με το οποίο επικαλούνταν τη συνδρομή των θεών για να έχουν καλή σοδειά και ευγονία στο σπιτικό τους. Οι ειρεσιώνες έμεναν μάλιστα έξω από τα σπίτια ακόμη και όταν είχαν ξεραθεί.
Ας θυμηθούμε τον Αριστοφάνη στον «Πλούτο», όπου μια ηλικιωμένη γυναίκα φωνάζει σε έναν προσβλητικό νέο: «Λυπήσου με, μη φέρνεις τον δαυλό σου τόσο κοντά στο πρόσωπό μου». Για να επέμβει ο Χρεμύλος: «Εχει δίκιο γιατί, αν αρπάξει μια σπίθα, θα καεί σαν παλιά ειρεσιώνη!».
Είτε μας αρέσει είτε όχι, από τις ρωμαϊκές «καλένδες» πήραν το όνομά τους τα κάλαντα. Χρειάστηκε βέβαια μακρός δρόμος ώσπου να γίνει αυτό.
Οι καλένδες- από τη λέξη calo, που σήμαινε καλώ, ονομάζω συνδέονταν με την έναρξη κάθε μήνα η οποία ανακηρυσσόταν από τον Ποντίφικα με τη φράση «Calo Juno novella»- ήταν οι πρώτες ημέρες του μήνα, οι νεομηνίες δηλαδή.
Και ειδικά αυτές του Ιανουαρίου ήταν οι περιφημότερες γιατί τότε γιορταζόταν η έλευση του νέου έτους. Δώρα, όπως μέλι, ξερά σύκα, χουρμάδες αλλά και μικρά νομίσματα, τις συνόδευαν και βεβαίως ευχές και ανταλλαγές επισκέψεων μεταξύ φίλων και συγγενών.
Στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού οι καλένδες είχαν διατηρηθεί ως εορτές και πανηγύρεις της 1ης Ιανουαρίου.
Η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, όμως, το 662, τις απαγόρευσε.
Αλλά, δεδομένου ότι επρόκειτο για έθιμο αιώνων που η διακοπή του μπορούσε να δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση και δυσαρέσκεια στον κόσμο, βρέθηκε μια συμβιβαστική λύση: Τα κάλαντα, τα δημοτικά ευχητικά τραγούδια που διατηρήθηκαν ως σήμερα.
Οσο για τη φράση «παραπέμπεται στις καλένδες», που σημαίνει κάτι το οποίο διαρκώς αναβάλλεται, προέρχεται από το γεγονός ότι στους Ελληνες δεν υπήρχαν καλένδες, άρα δεν υπήρχε και καμία περίπτωση το όποιο ζήτημα να τακτοποιηθεί.
7) Γιόρταζαν τα γενέθλια του Χριστού οι πρώτοι χριστιανοί;
Οχι, διότι τα γενέθλια θεωρούνταν παγανιστική εορτή και ως εκ τούτου ήταν ανεπίτρεπτο για τους χριστιανούς να τα γιορτάζουν.
Η Εκκλησία διακήρυττε ότι ήταν αμαρτία το να σκοπεύει κάποιος να τηρήσει τα γενέθλια του Χριστού «σαν να ήταν ο βασιλιάς Φαραώ»!
Και ο Ωριγένης μάλιστα τον 3ο αιώνα πίστευε ότι «ο φαύλος τα γενέσεως αγαπών πράγματα εορτάζει γενέθλιον» και ότι «επ΄ ουδεμιάς γραφής εύρομεν υπό δικαίου γενέθλιον αγομένην». Ετσι επί τέσσερις αιώνες μετά τον θάνατο του Χριστού ουδείς εγνώριζε πότε ακριβώς γεννήθηκε. Αλλωστε ακόμη δεν είχαν καταλήξει στο έτος γέννησης…
Επιπλέον η ημέρα του θανάτου που θα έφερνε την ανάσταση του Θεανθρώπου ήταν η σημαντική.
8) Και γιατί στις 25 Δεκεμβρίου;
Το γεγονός είναι ότι η επιλογή της 25ης Δεκεμβρίου για τη γέννηση του Χριστού είναι κι αυτή μια σύμβαση όπως πολλές άλλες.
Και αυτό παρ΄ ότι η Εκκλησία κατά τον 4ο και 5ο αιώνα πρέσβευε πως πράγματι ο Χριστός είχε γεννηθεί τη συγκεκριμένη ημερομηνία.
Ο Χρυσόστομος μάλιστα επικαλείται προς τούτο την ημερομηνία της απογραφής του Κυρηνίου που διατηρούνταν στα ρωμαϊκά αρχεία.
Εκ των υστέρων όμως θεωρείται βέβαιον ότι οι χριστιανοί θέλησαν να αντιδράσουν με αυτόν τον τρόπο στη ρωμαϊκή ειδωλολατρική εορτή των Σατουρναλίων (ή να την υπερκαλύψουν), που εορταζόταν από 17 ως 23 Δεκεμβρίου, δηλαδή την περίοδο του χειμερινού ηλιοστασίου.
Και αυτό γιατί η συγκεκριμένη γιορτή είχε εκπέσει πολύ από την αρχική μορφή της και είχε καταλήξει σε ακραίες διασκεδάσεις με άφθονη οινοποσία και ακολασίες.
Η 25η του μήνα, από την άλλη, ήταν πολύ σημαντική για τον παγανιστικό κόσμο αφού ήταν η γιορτή του Ηλίου. Πιστεύεται λοιπόν ότι η επιλογή της από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο για τον εορτασμό των Χριστουγέννων έγινε επίτηδες ως μια προσπάθεια σύνδεσης του Ηλίου με τον Χριστό.
9) Φθινόπωρο, χειμώνα ή άνοιξη γεννήθηκε ο Χριστός;
O διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου κ. Διονύσης Σιμόπουλος στο βιβλίο του "Το άστρο των Χριστουγέννων" ανατρέπει τα καθιερωμένα: «Σε μία μόνο εποχή του έτους οι βοσκοί “φυλάσσουν φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών”, όπως αναφέρεται στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο:την άνοιξη, όταν τα νεογέννητα αρνάκια χρειάζονται τη βοήθειά τους.
Οπότε η γέννηση του Χριστού έγινε μάλλον την άνοιξη» λέει.
Αλλωστε, σύμφωνα με ειδικούς επιστήμονες, η Βηθλεέμ τον Δεκέμβριο ήταν βυθισμένη στην παγωνιά και στη βροχή. Δεν θα ήταν λοιπόν λογικό να παραμένουν με τέτοιες συνθήκες βοσκοί και πρόβατα στην ύπαιθρο.
10) Ποιά η σχέση του Χριστού με τον Δία;
Κάθε χρόνο γεννιόταν ο Δίας στο περίφημο Ιδαίο Αντρο της Κρήτης και κάθε χρόνο πέθαινε για να ξαναγεννηθεί.
«Βηθλεέμ του αρχαίου κόσμου» το αποκαλεί μάλιστα σε άρθρο του («Το Βήμα», 30 Δεκ 07) ο κ. Μιχ. Τιβέριος, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Προγενέστερο ενδεχομένως ήταν το Δικταίο Αντρο.
Σε αυτόν τον Δικταίο Δία, νεαρό και αγένειο, αναφέρεται μάλιστα ένας αρχαίος ύμνος που βρέθηκε χαραγμένος επάνω σε λίθο.
Οπως γράφει ο κ. Τιβέριος, «στην αρχή του ύμνου οι ασπιδοφόροι νέοι χαιρετούν τον “παντοδύναμο νεανίσκο” (“μέγιστε κούρε,χαίρε”) και τον ικετεύουν να αφήσει τον ουράνιο θρόνο του, εκεί όπου είναι πρώτος ανάμεσα στους άλλους θεούς και να επαναλάβει την ετήσια κάθοδό του στον ιερό τόπο της γέννησής του».
Στη συνέχεια τον ευχαριστούν για τα καλά που έκανε για τους ανθρώπους τη χρονιά που πέρασε και δέονται να φροντίσει τα ανάλογα και για την ερχομένη.