ο μνημείο της φωτογραφίας δεσπόζει στην πόλη του Μαγκαντάν και είναι αφιερωμένο στα θύματα της σταλινικής καταπίεσης.
Tην Ιστορία αυτοί οι πιότεροι δεν την γνωρίζουν ή εσκεμμένα την παραχαράσσουν και την αγνοούν.
Τουλάχιστον τριάντα οχτώ χιλιάδες Σοβιετικοί πολίτες ελληνικής καταγωγής μεταφέρθηκαν στα γκούλαγκ της Σιβηρίας, απ’ όπου ελάχιστοι επέζησαν των απάνθρωπων συνθηκών καταναγκαστικής εργασίας. Συνολικά, όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία, υπήρξαν τρία κύματα διωγμών των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ενωσης κατά τη σταλινική περίοδο: οι εύποροι που συνελήφθησαν, εκτοπίστηκαν ή εκτελέστηκαν το ’30 ως «Κουλάκοι», μεγαλοαγρότες δηλαδή και άρα «εχθροί του λαού», εκείνοι –μερικές δεκάδες χιλιάδες– που διώχθηκαν το 1937 στην περιβόητη «επιχείρηση 13» με την κατηγορία της υπέρ της Ελλάδος κατασκοπείας (!) και όσοι εξορίστηκαν στη διάρκεια του πολέμου αλλά και το 1949 ως «συνεργάτες των Γερμανών» και «υπονομευτές» του σοβιετικού κράτους.
Πιστοί σύντροφοι του Λένιν, ηγέτες της μπολσεβίκικης επανάστασης, όπως ο Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν κ.ά. κατηγορήθηκαν για τη δολοφονία και εκτελέστηκαν, ενώ ο Τρότσκι κατέφυγε στη Νορβηγία και αργότερα δολοφονήθηκε στο Μεξικό από πράκτορα της KGB. Οι ύποπτοι για «συνωμοσία» κατά του σοβιετικού κράτους οδηγούνταν κατά χιλιάδες, έπειτα από δίκη-παρωδία, στο εκτελεστικό απόσπασμα και στα περιβόητα γκούλαγκ της Σιβηρίας τα τρένα κατέφθαναν ξεφορτώνοντας «προδότες» και «εγκληματίες».
Οπως προκύπτει από τα σοβιετικά αρχεία που άνοιξαν μετά την πτώση του καθεστώτος, οργανώθηκαν δεκατέσσερις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, για ισάριθμες εθνότητες, σχεδιασμένες από τον αρχηγό της NKΒD (τη μετέπειτα KGB) και στενό συνεργάτη του Στάλιν, Νικολάι Γιεζόφ. Η «ελληνική επιχείρηση εκκαθάρισης» με την υπ’ αριθμ. 50215 ντιρεκτίβα της NKBD ξεκίνησε τη νύχτα της 15ης Δεκεμβρίου του 1937 και εξελίχθηκε σε Γεωργία, Κριμαία, Σταυρούπολη και όπου αλλού ζούσαν Ελληνες από τους 300.000 που είχαν εγκατασταθεί στη ρωσική και αργότερα σοβιετική αυτοκρατορία.
Οι άλλοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, γνωστά ως γκούλαγκ της Σιβηρίας και κυρίως στην περιοχή Κολιμά, κοντά στη χερσόνησο της Καμτσάτκα, όπου κατά τη σταλινική παντοδυναμία εξορίστηκαν 2.500.000 σοβιετικοί πολίτες, από τους οποίους λίγοι επέζησαν. «Τους υποχρέωναν να εργάζονται επί 15-16 ώρες την ημέρα στα διαβόητα ορυχεία χρυσού. Ουδείς άντεξε εκεί περισσότερους από τρεις-τέσσερις μήνες. Η θερμοκρασία τον χειμώνα επέφτε στους -60 βαθμούς. Τους νεκρούς τους στοίβαζαν σαν ψόφια ζώα και όταν μαζεύονταν πολλοί τους έκαιγαν. Οσοι επέζησαν, γλίτωσαν από θαύμα», αναφέρει ο κ. Τζούχα.
Με το ξέσπασμα του πολέμου και την επέλαση των Γερμανών στο σοβιετικό έδαφος ακολούθησαν νέοι διωγμοί εναντίον των μικρών εθνοτήτων. Το σταλινικό καθεστώς εξόρισε το 1942 στη Σιβηρία και το Καζακστάν 6.000 Ελληνες ως ύποπτους συνεργασίας με το εχθρό και όταν εκδιώχθηκαν τα γερμανικά στρατεύματα, το 1944, άλλα 15.040 άτομα ελληνικής καταγωγής εκτοπίστηκαν στη σιβηρική στέπα με την κατηγορία της συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις. «Βεβαίως όλα αυτά ήταν χαλκευμένα, οι Ελληνες όχι μόνο δεν συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, αλλά υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν την παρτιζάνικη δράση τους και συμμετοχή στον Κόκκινο Στρατό», λέει ο κ. Τζούχα.
Το 1949 σημειώθηκε το τρίτο και τελευταίο κύμα εκκαθαρίσεων Ελλήνων από τα παράλια της Αζοφικής και της Μαύρης Θάλασσας. Σε μια νύχτα «πήραν» 37.000 Ελληνες από την Κριμαία και το Βατούμι και τους εκτόπισαν στο Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν. «Το καθεστώς ήθελε να αδειάσει τα παράλια από τους αλλοεθνείς», εξηγεί ο κ. Τζούχα, ο οποίος ταξιδεύει ανά τη ρωσική επικράτεια, συλλέγοντας στοιχεία προκειμένου να συντάξει το «Μαρτυρολόγιο των Ελλήνων θυμάτων των σταλινικών διώξεων».
Οι προσπάθειες κάποιων παραγόντων της εκεί ελληνικής ομογένειας σκοντάφτουν στο Κρεμλίνο, που με διάφορα προσχήματα δεν ανοίγει τους φακέλους. Επί εποχής Γέλτσιν και έπειτα από παρεμβάσεις ελληνικής καταγωγής μελών της Δούμα, το ντοσιέ με τα στοιχεία για τις διώξεις των Ελλήνων έφτασε στα χέρια του παντοδύναμου τότε Ρώσου προέδρου μαζί με εκείνα των Πολωνών. Μόλις ο Γέλτσιν είδε τα έγγραφα για τους Πολωνούς, για τους οποίους δεν ήθελε ν’ ακούσει, πέταξε και τους δύο φακέλους στο καλάθι των αχρήστων, διαψεύδοντας τις προσδοκίες όσων ανέμεναν δικαίωση.
Η Κλεοπάτρα Μαρουφίδου ήρθε στην Ελλάδα από τη Ρωσία το 1999, κουβαλώντας, όπως λέει, χίλιους πεντακόσιους τόμους λογοτεχνικών βιβλίων και μια συναρπαστική προσωπική ιστορία: είναι από τους ελάχιστους εν ζωή Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης που επέζησαν της σταλινικής τρομοκρατίας. Συνελήφθη με την κατηγορία της κατασκοπείας, φυλακίστηκε, εκτοπίστηκε στις στέπες του Καζακστάν, αλλά, όπως λέει, «στάθηκα τυχερή, γιατί αν με είχαν στείλει στα γκούλαγκ, το πιο πιθανό ήταν να είχα πεθάνει όπως τόσοι άλλοι». Σε ένα από αυτά τα γκούλαγκ εκτελέστηκε ο πατέρας της ως κατάσκοπος των Ελλήνων.
Το ίδιο έκανε και ο πατέρας της Κλεοπάτρας, ο Αδάμ, που όμως το 1935 πιάστηκε για παράνομη κατοχή συναλλάγματος και εστάλη σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα βόρεια της Μόσχας. «Εγραψα στον Στάλιν για να μου επιτρέψουν να δω τον πατέρα μου ενώ πήγα και είδα τον ίδιο τον Καλίνιν (σ.σ. πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ), ο οποιος μου έδωσε άδεια. Ηταν αρχές του 1937 όταν έφτασα στο γκούλαγκ, όπου με άφησαν να μείνω κοντά στον πατέρα μου τρεις μέρες. Ο υπεύθυνος με διαβεβαίωσε πως σε λίγους μήνες θα βγει.
Με μετέφεραν στις γυναικείες φυλακές του Λένινγκραντ, όπου έμεινα δέκα μήνες χωρίς δίκη, γιατί είχε χαθεί στη διαδρομή ο φάκελός μου. Στο διάστημα αυτό απομακρύνθηκε ο τότε επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών Εζόφ και ανέλαβε ο Μπέρια, ο οποίος για να δείξει ότι ο προκάτοχός του δεν έκανε καλά τη δουλειά του απελευθέρωσε χιλιάδες κρατούμενους, μεταξύ των οποίων και εμένα.»
Ακόμα και τώρα, πάντως, η υπέργηρη Κλεοπάτρα υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι ζούσαν τότε καλύτερα στη Ρωσία απ’ ό,τι σήμερα. «Οι άνθρωποι είχαν δουλειές. Σήμερα αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό, χωρίζουν οικογένειες, ξετυλίγονται δράματα», λέει.
Το άγνωστο πογκρόμ κατά των Ελλήνων της ΕΣΣΔ / του Στέλιου Βραδέλη
Το πρωί της 15/12/1937 μπήκε στην ΕΣΣΔ σε εφαρμογή το σχέδιο «ελληνική επιχείρηση». Όταν ολοκληρώθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1938, υπήρχαν περισσότεροι από 21,000 Έλληνες εκτελεσμένοι και περίπου 30,000 φυλακισμένοι στα σοβιετικά γκουλάγκ στη Σιβηρία.
Κρατικά αρχεία της ΕΣΣΔ που πρόσφατα αποχαρακτηρίστηκαν αποκαλύπτουν για ποιον λόγο η σοβιετική ηγεσία προχώρησε στην εκκαθάριση του ελληνικού πληθυσμού, ενώ νέα αρχεία της μυστικής αστυνομίας αποκαλύπτουν πως η «ελληνική επιχείρηση» οργανώθηκε ύστερα από ψευδείς πληροφορίες που έδωσαν Έλληνες εναντίον συμπατριωτών τους.
Στις 11 Δεκεμβρίου 1937, στα κεντρικά γραφεία της ΝΚVD, της μυστικής υπηρεσίας της Σοβιετικής Ένωσης, που αργότερα εξελίχθηκε στην περιβόητη ΚGΒ, ο υπουργός εθνικής ασφάλειας και διευθυντής της Νικολάι Γεζόφ (Nikolai Yezov) υπέγραψε την ντιρεκτίβα με κωδικό αριθμό 50215. Η διαταγή ζητούσε να συλληφθούν όλοι οι Έλληνες ύποπτοι για κατασκοπεία, σαμποτάζ, επαναστατική και εθνικιστική αντισοβιετική δραστηριότητα, ιδιαίτερα όσοι είχαν αρνηθεί να λάβουν τη σοβιετική υπηκοότητα και όσοι εργάζονταν στις επιχειρήσεις και στα τμήματα μονάδων αμυντικού χαρακτήρα, στα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, σε όλα τα μεταφορικά μέσα, ιδιαίτερα στα λιμάνια, στον στρατό και στο ναυτικό.
«Λίγο προτού αρχίσει η "ελληνική επιχείρηση" είχε δολοφονηθεί ο Κίροφ (Kirov), που ήταν μέλος του Πολίτ-μπιρό (πολιτικό γραφείο) και εκπρόσωπος της παλιάς φρουράς των μπολσεβίκων. Οι εφημερίδες και το ραδιόφωνο διέδωσαν ότι υπαίτιοι της δολοφονίας του ήταν οι "εχθροί» του λαού" και ως τέτοιοι ορίζονταν οι ξένοι. Όσοι δηλαδή έμεναν στην ΕΣΣΔ αλλά είχαν αρνηθεί να λάβουν την υπηκοότητα», λέει ο ερευνητής Ιβάν Τζούχα, που αποκάλυψε μεγάλο μέρος των εγγράφων της «ελληνικής επιχείρησης».
Οι Έλληνες που έμεναν τότε στη Σοβιετική Ένωση ξεπερνούσαν τις 400,000, όπως προκύπτει από τις καταγραφές των τοπικών κοινοτήτων. «Οι περισσότεροι από τους Έλληνες δεν ήθελαν να πάρουν τη σοβιετική υπηκοότητα διότι ήλπιζαν πως κάποια στιγμή θα γύριζαν στην Ελλάδα. Μόνο που αν είχαν σοβιετικό διαβατήριο, τότε ενδεχομένως το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά να τους αντιμετώπιζε ως κομμουνιστές», λέει ο κ. Τζούχα.
Οι ελληνικές προξενικές αρχές όταν πληροφορήθηκαν τις διώξεις εναντίον των Ελλήνων ζήτησαν από τη κυβέρνηση Μεταξά να επιτρέψει τον επαναπατρισμό όσων το επιθυμούσαν προκειμένου να αποφύγουν τις εκτελέσεις και τις διώξεις. Παρόμοιες εκκλήσεις έγιναν και από τις τουρκικές, ιταλικές, γερμανικές και πολωνικές αρχές, καθώς, όπως αποκαλύπτουν τα αρχεία της ΝΚVD, παρόμοια εντολή με την «ελληνική επιχείρηση» είχε δοθεί για τους κατοίκους 13 μειονοτικών ομάδων που ζούσαν στην ΕΣΣΔ.
«Οι περισσότερες χώρες δέχτηκαν να επαναπατριστούν οι υπήκοοί τους. Ο Μεταξάς όμως φάνηκε να φοβάται πως θα γέμιζε η Ελλάδα με κομμουνιστές και για τον λόγο αυτό επέτρεψε την επιστροφή πολύ λίγων Ελλήνων. Αργότερα έγινε γνωστό πως η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να κλείσει συμφωνία με τις ΗΠΑ και το Μεξικό προκειμένου να δεχθούν Έλληνες από τη Σοβιετική Ένωση με αρνητική όμως απάντηση», αναφέρει ο κ. Τζούχα.
Τελικά η Ελλάδα επικαλούμενη την αδυναμία των ντόπιων διπλωματικών αρχών να εκδώσουν διαβατήρια αποφασίζει να δεχτεί 10,000 ανθρώπους, κυρίως γυναίκες και παιδιά των συλληφθέντων Ελλήνων.Ένα από τα «ελληνικά πλοία», το «Σβανέτια», έφυγε στις 28/7/1939 από το Βατούμ, μεταφέροντας στη Θεσσαλονίκη τούς περισσότερους πρόσφυγες.
Λίγους μήνες αφότου άρχισε η «ελληνική επιχείρηση», στις 8 Μαρτίου 1938, σύμφωνα με το σοβιετικό ειδησεογραφικό πρακτορείο ΤΑΣΣ, ο Νικολόπουλος αυτοκτόνησε «διότι δεν μπορούσε να αντέξει τους πόνους της ανίατης ασθένειας από την οποία έπασχε και η οποία προσδιορίστηκε από τους γιατρούς ως καρκίνος του στομάχου».
Από τις 15 Δεκεμβρίου 1937 άρχισαν οι συλλήψεις των Ελλήνων με την κατηγορία του «κατασκόπου» και τη «συμμετοχή σε ελληνικές αντεπαναστατικές οργανώσεις». «Η ΝΚVD ζητούσε μάλιστα από όσους Έλληνες συλλάμβανε να υπογράψουν μια δήλωση με την οποία δέχονταν ότι ήταν μέλη μιας εθνικιστικής αντάρτικης οργάνωσης, που είχε στόχο την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους στο νότιο τμήμα της χώρας σε συνεργασία με εχθρούς του κράτους», αποκαλύπτει ο κ. Τζούχα.
Όπως προκύπτει από αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της ΝΚVD αυτή η πληροφορία είχε έρθει στη Μόσχα από την Αθήνα! Έλληνες ήταν, επίσης, αυτοί που ανέλαβαν να συντάξουν τις λίστες του θανάτου σε κάθε χωριό ή πόλη.«Ώσπου να αρθεί το απόρρητο από όλα τα αρχεία, και από όσα έχει καταργηθεί, όταν επιτραπεί η πρόσβαση στους ερευνητές, ο ακριβής αριθμός των θυμάτων θα παραμένει μυστήριο», υποστηρίζει ο κ. Τζούχα που συγκέντρωσε στοιχεία για τη θανάτωση περίπου 22,000 Ελλήνων
Το καθημερινό πρόγραμμα των κρατουμένων τούς υποχρέωνε να μαζεύουν συγκεκριμένα κιλά ορυκτών ή να κόβουν έναν ορισμένο αριθμό δέντρων.
«Τους νεκρούς μας δεν μπορούσαμε ούτε να τους θάψουμε στην Κολιμά. Το χώμα ήταν τόσο σκληρό που δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε λάκους. Όταν μαζεύονταν πολλοί νεκροί τούς τοποθετούσαν τον έναν πάνω στον άλλον και στο τέλος έφτιαχναν έναν λόφο από πτώματα. Τότε τους περιέλουζαν με βενζίνη και τους έκαιγαν», διηγούνταν ο Αλέξης Τζούχα.
1. Τη 15η Δεκεμβρίου του παρόντος έτους, ταυτόχρονα σε όλες τις δημοκρατίες, περιοχές και περιφέρειες, να συλληφθούν όλοι οι Έλληνες, ύποπτοι για κατασκοπεία, σαμποτάζ, επαναστατική και εθνικιστική αντισοβιετική δραστηριότητα.
2. Να συλληφθούν όλοι οι Έλληνες (ελληνικής υπηκοότητας και πολίτες της ΕΣΣΔ) των ακόλουθων κατηγοριών:
(α) Όσοι βρίσκονται υπό επιτήρηση και παρακολουθούνται.
(β) Οι πρώην μεγαλέμποροι, κερδοσκόποι, λαθρέμποροι και λαθρέμποροι συναλλάγματος.
(γ) Οι Έλληνες που ασχολούνται με δραστήρια υπονομευτική δουλειά και ιδίως όσοι προέρχονται από τα στρώματα των απο-κουλακοποιημένων καθώς και όσοι απόφυγαν την αποκουλακοποίηση.
(δ) Οι πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα και όλοι οι Έλληνες που ήρθαν παράνομα στην ΕΣΣΔ, ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσης.
3. Κατά την εκτέλεση της επιχείρησης να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή για εξονυχιστική εκκαθάριση από τα παραπάνω άτομα, που εργάζονται:
* στις επιχειρήσεις και στα τμήματα μονάδων αμυντικού χαρακτήρα,
* στα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και ηλεκτρικών εγκαταστάσεων,
* σε όλα τα μεταφορικά μέσα, ιδιαίτερα στα λιμάνια,
* στον στρατό, στο ναυτικό...».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,PPOL.GR
infognomonpolitics