(Γι’αυτό, όπως συμβούλευε ο Ξενοφών ότι σε περιόδους ευτυχίας πρέπει να θυμόμαστε ιδιαίτερα τους θεούς και να τους τιμούμε, έτσι ώστε,όταν βρεθούμε στην ανάγκη, να μπορούμε να τους επικαλεστούμε με τη σκέψη πως είναι ήδη ευμενείς και φιλικοί, έτσι και με το πάθος των σκέψεων που βοηθούν στον έλεγχο των παθών, οι νουνεχείς πρέπει να τις προσέχουν, προτού αναφανούν τα πάθη, ώστε, όντας έτοιμες από πολύ πριν, η βοήθειά τους να μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική.
Όπως, δηλαδή, τα άγρια σκυλιά ερεθίζονται με κάθε ξένη φωνή και ηρεμούν μόνο με τη γνωστή, έτσι και τα πάθη της φωνής, όταν αγριέψουν, δεν κατασιγάζουν εύκολα, παρά μόνο αν υπάρχουν έτοιμες για χρήση γνωστές και οικείες σκέψεις που να χαλιναγωγούν τα ταραγμένα πάθη).
β. «Ου γαρ η συνήθεια ποιεί τοις ελομένοις τον άριστον βίον ηδύν ως τις είπεν,αλλά το φρονείν άμα τον αυτόν βίον ποιεί και άριστον και ήδιστον».
(Δεν κάνει, δηλαδή, η συνήθεια την άριστη ζωή ευχάριστη γι’αυτούς που την έχουν επιλέξει, όπως έχει πει κάποιος, αλλά η φρόνηση κάνει την ίδια ζωή ταυτόχρονα και άριστη και ευχάριστη).
γ. «[Τοις πράγμασιν γαρ ουχί θυμούσθαι χρεών μέλει γαρ αυτοίς ουδέν • αλλ’ουντυγχάνων τα πράγματ’ορθώς αν τιθή,πράξει καλώς].Κυβεία γαρ ο Πλάτων τον βίον απείκασεν,εν ω και βάλλειν δει τα πρόσφορα,και βαλόντα χρήσθαι καλώς τοις πεσούσι.τούτων δε το μεν βάλλειν ουκ εφ’ημίν,το δε προσηκόντως δέχεσθαι τα γινόμενα παρά της τύχης και νέμειν εκάστω τόπον,εν ω και το οικείον ωφελήσει μάλιστα και το αβούλητον ήκιστα λυπήσει τους επιτυγχάνοντας,ημέτερον έργον εστίν,αν ευ φρονώμεν».
([Δεν πρέπει με τις καταστάσεις να θυμώνουμε • αυτές δεν νοιάζονται καθόλου • εκείνος, όμως, που, όσα τού τυχαίνουν, σωστά θα χρησιμοποιήσει, θα ευτυχήσει].
Ο Πλάτων, επί παραδείγματι, παρομοίασε την ζωή με το παιχνίδι των κύβων, κατά το οποίο πρέπει όχι μόνο να φέρνουμε το συμφερότερο αποτέλεσμα στο ρίξιμο των κύβων, αλλά, αφού το φέρουμε, να χρησιμοποιούμε σωστά αυτό που μάς έτυχε.
Με τις περιστάσεις, όμως, αν και δεν είναι στο χέρι μας να ρίξουμε και να φέρουμε το αποτέλεσμα που θέλουμε, ωστόσο, έργο δικό μας είναι, αν είμαστε σώφρονες, να δεχτούμε με τον κατάλληλο τρόπο, ότι φέρνει η τύχη και να δώσουμε στο κάθε γεγονός την θέση, στην οποία και εκείνο που μάς είναι επιθυμητό θα μάς είναι ωφελιμότατο και εκείνο που μάς είναι ανεπιθύμητο θα μάς βλάψει όσο λιγότερο γίνεται).
δ. «Έξεστι γαρ μεθιστάναι την τύχην εκ των αβουλήτων.εφυγαδεύθη Διογένης•«ουδ’ούτως κακώς» •ήρξατο γαρ φιλοσοφείν μετά την φυγήν.Ζήνωνι τω Κιτιεί μία ναυς περιήν φορτηγός•πυθόμενος δε ταύτην αυτόφορτον απολωλέναι συγκλυσθείσαν «εύγ’» είπεν«ω τύχη ποιείς,εις τον τρίβωνα και την στοάν συνελαύνουσ’ημάς».Τι ουν κωλύει μιμείσθαι τούτους;».
(Είναι, δηλαδή, δυνατό να αλλάξουμε την κατεύθυνση της τύχης, όταν μάς έχει δώσει πράγματα που δεν θέλουμε. Ο Διογένης εξορίστηκε • «δεν ήταν κι άσχημα τελικά!», γιατί μετά την εξόρισή του άρχισε να φιλοσοφεί. Στον Ζήνωνα τον Κιτιέα είχε απομείνει μόνο ένα φορτηγό πλοίο • όταν έμαθε ότι το πλοίο βυθίστηκε μαζί με όλο του το φορτίο, φώναξε: «Ωραία τα έκανες, τύχη, που με σπρώχνεις στον τρίβωνα και την στοά». Τι μάς εμποδίζει, λοιπόν, να μιμηθούμε τους παραπάνω;).
ε. «Ώσπερ ουδέ Στίλπωνα των κατ’αυτόν φιλοσόφων ιλαρώτατα ζην ακόλαστος ουσ’η θυγάτηρ•αλλά και Μητροκλέους ονειδίσαντος «εμόν ουν» έφη«αμάρτημα τούτ’εστίν ή εκείνης;» ειπόντος δε του Μητροκλέους «εκείνης μεν αμάρτημα σον δ’ατύχημα»«πώς λέγεις;»είπεν«ουχί τα αμαρτήματα και διαπτώματ’εστί;»«πάνυ μεν ουν»έφη.«τα δε διαπτώματ’ουχ ων διαπτώματα,και αποτεύγματα;»συνωμολόγησεν ο Μητροκλής.«τα δ’αποτεύγματ’ουχ ων αποτεύγματ’,ατυχήματα;» πράω λόγω και φιλοσόφω κενόν αποδείξας ύλαγμα την του κυνικού βλασφημίαν».
(Όπως και οι ακολασίες της κόρης του δεν εμπόδιζαν τον Στίλπωνα να ζει την πιο χαρούμενη ζωή απ’ όλους τους φιλοσόφους της εποχής του • αντίθετα, όταν τον κατηγόρησε ο κυνικός φιλόσοφος Μητροκλής, τον ρώτησε:«Είναι δικό μου το σφάλμα ή δικό της;».
Ο Μητροκλής απάντησε:«Το σφάλμα είναι δικό της, αλλά η δυστυχία δική σου»,
οπότε ο Στίλπων τού είπε: «Τί εννοείς; Τα σφάλματα δεν είναι και ολισθήματα;»
«Είναι βέβαια», τού είπε ο Μητροκλής.
«Και δεν είναι τα ολισθήματα ατυχήματα για κείνους που είχαν το ολίσθημα;».
Ο Μητροκλής συμφώνησε.
«Και δεν είναι τα ατυχήματα δυστυχίες για κείνους που είχαν το ατύχημα;».
Με το ήπιο και φιλοσοφικό αυτό επιχείρημα απέδειξε ότι οι προσβολές του Κυνικού ήταν μόνο γαβγίσματα).
στ. «Τους δε πολλούς ου μόνον τα των φίλων και οικείων αλλά και τα των εχθρών ανιά και παροξύνει κακά…το μεν ουν απευθύνειν ταύτα μη νόμιζε σον έργον είναι μηδ’άλλως ράδιον•αν δ’ως τοιούτοις αυτοίς πεφυκόσι χρώμενος,ώσπερ ιατρός οδοντάγραις και αγκτήρσιν,ήπιος φαίνη και μέτριος εκ των ενδεχομένων,ευφρανεί τη ση διαθέσει μάλλον ή λυπήσει ταις ετέρων αηδίαις και μοχθηρίαις,ώσπερ κύνας αν υλακτώσι…».
(Οι περισσότεροι άνθρωποι, πάντως, ενοχλούνται κι εκνευρίζονται με τα ελαττώματα όχι μόνο των φίλων και συγγενών τους, αλλά και των εχθρών τους…
Mη θεωρείς, επομένως, δική σου δουλειά να διορθώσεις τούτα, - πράγμα άλλωστε, όχι εύκολο.
Αν, όμως, τα μεταχειριστείς σύμφωνα με τη φύση τους, όπως ο γιατρός χρησιμοποιεί οδοντάγρες και λαβίδες, αν δείχνεις όσο μεγαλύτερη ηπιότητα και αυτοσυγκράτηση μπορείς, θα έχεις μεγαλύτερη ευχαρίστηση για την δική σου ψυχική κατάσταση, απ’ό,τι στενοχώρια για τον απεχθή χαρακτήρα και την κακοήθεια εκείνων των άλλων και θα σκέφτεσαι ότι δεν κάνουν παρά αυτό που ταιριάζει στη φύση τους, όπως τα σκυλιά που γαβγίζουν).
ζ. «Ως γαρ εν τω πυρέττειν πικρά πάντα και αηδή φαίνεται γενομένοις,αλλ’όταν ίδωμεν ετέρους τα αυτά προσφερομένους και μη δυσχεραίνοντας,ουκέτι το σιτίον ουδέ το ποτόν αλλ’αυτούς αιτιώμεθα και την νόσον,ούτως και τοις πράγμασι παυσόμεθα μεμφόμενοι και δυσχεραίνοντες,αν ετέρους τα αυτά προσδεχομένους αλύπως και ιλαρώς ορώμεν»
(Όπως, λοιπόν, όταν έχουμε πυρετό, ότι τρώμε μάς φαίνεται πικρό και δυσάρεστο στη γεύση, αλλά, όταν βλέπουμε άλλους να τρώνε το ίδιο πράγμα και να μην τούς προκαλεί δυσαρέσκεια, δεν συνεχίζουμε πια να κατηγορούμε το φαΐ και το ποτό, αλλά κατηγορούμε εμάς και την αρρώστια μας, έτσι θα σταματήσουμε να κατηγορούμε και να δυσφορούμε με τις περιστάσεις, αν δούμε άλλους να δέχονται τα ίδια γεγονότα χαρωπά και χωρίς να στενοχωριούνται).
η. «Μανικόν γαρ εστί τοις απολλυμένοις ανιάσθαι μη χαίρειν δε τοις σωζομένοις,αλλ’ώσπερ τα μικρά παιδάρια,από πολλών παιγνίων αν εν τις αφέληται τι,και τα λοιπά πάντα προσρίψαντα κλαίει και βοά,τον αυτόν τρόπον ημάς περί εν οχληθέντας υπό της τύχης και τάλλα πάντα ποιείν ανόνητα εαυτοίς οδυρομένους και δυσφορούντας».
(Είναι, δηλαδή,παρανοϊκό να στενοχωριέται κάποιος γι’αυτό που χάθηκε και να μη χαίρεται γι’αυτό που σώθηκε, αλλά,όπως τα μικρά παιδιά, που,αν κάποιος τούς πάρει ένα από τα πολλά τους παιχνίδια, πετάνε κι όλα τα υπόλοιπα και κλαίνε και φωνάζουν, με τον ίδιο τρόπο κι εμείς, όταν μάς ενοχλήσει η τύχη σ’ένα ζήτημα, αχρηστεύουμε κι όλα τα άλλα με οδυρμούς και στενοχώριες).
θ. «Ευθυμήσομεν δε τούτοις μάλλον παρούσιν,αν μη παρόντων αυτών φαντασίαν λαμβάνωμεν,αναμιμνήσκοντες αυτούς πολλάκις,ως ποθεινόν εστίν υγεία νοσούσι και πολεμουμένοις ειρήνη και κτήσασθαι δόξαν εν πόλει τηλικαύτη και φίλους αγνώτι και ξένω,και το στέρεσθαι γενομένων ως ανιαρόν».
(Θα νιώσουμε περισσότερη ψυχική γαλήνη γι’αυτά που έχουμε, αν φανταστούμε πως δεν τα έχουμε • αν θυμίζουμε στους εαυτούς μας, πόσο ποθητή είναι η υγεία για τους αρρώστους, η ειρήνη γι’αυτούς που πολεμούν και η απόκτηση φήμης και φίλων σε τόσο σπουδαία πόλη( ενν.μάλλον η Ρώμη) για τον ξένο • και πόσο οδυνηρό είναι να τα στερηθείς, ενώ κάποτε τα είχες).
ι. «Καίτοι και τούτο μέγα προς ευθυμίαν εστί,το μάλιστα μεν αυτόν επισκοπείν και τα καθ’αυτόν,ει δε μη,τους υποδεεστέρους αποθεωρείν και μη,καθάπερ οι πολλοί προς τους υπερέχοντας αντιπαρεξάγουσιν.οίον ευθύς οι δεδεμένοι ευδαιμονίζουσι τους λελυμένους… Όταν ουν πάνυ θαυμάσης ως κρείττονα τον εν τω φορείω κομιζόμενον,υποκύψας θέασαι και τους βαστάζοντας…»
(Ωστόσο συμβάλλει ιδιαίτερα στην ψυχική γαλήνη να εξετάζει κάποιος, αν είναι δυνατόν, τον εαυτό του και όσα τον αφορούν, αλλά, αν τούτο δεν είναι δυνατόν,να παρατηρεί ανθρώπους που βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα και όχι, όπως κάνουν οι περισσότεροι,να συγκρίνει τον εαυτό του με εκείνους που υπερέχουν • όπως, για παράδειγμα, οι φυλακισμένοι θεωρούν τυχερούς εκείνους που ελευθερώθηκαν…
Όποτε, λοιπόν,θαυμάσεις υπερβολικά κάποιον που μεταφέρεται πάνω στο φορείο του ως ανώτερό σου, χαμήλωσε τα μάτια σου και κοίταξε εκείνους που κουβαλούν το φορείο).
κ. «Οίνος τε και σαρκών εμφορήσεις σώμα μεν ισχυρόν ποιούσι και ρωμαλέον,ψυχήν δ’ασθενή».
(Το κρασί και η υπερβολική κρεοφαγία κάνουν πραγματικά το σώμα δυνατό και ρωμαλέο, αλλά την ψυχή αδύναμη).
λ. «Όθεν ου πάντα πάντων εστίν,αλλά δει τω Πυθικώ γράμματι πειθόμενον αυτόν καταμαθείν,είτα χρήσθαι προς εν ο πέφυκε,και μη προς άλλον άλλοτε βίου ζήλον έλκειν και παραβιάζεσθαι την φύσιν».
(Γι’αυτό δεν είναι όλα για όλους, αλλά πρέπει κάποιος, υπακούοντας στην Πυθική επιγραφή, να γνωρίσει τον εαυτό του και μετά να δοθεί σε εκείνο το ένα πράγμα, για το οποίο η φύση τον έκανε κατάλληλο, και να μη βιάζει την φύση σέρνοντας τον εαυτό του να μιμείται πότε το ένα είδος ζωής και πότε το άλλο).
μ. «Ουδέ γαρ οι δρομείς,ότι μη τους των παλαιστών φέρονται στεφάνους αθυμούσιν,αλλά τοις αυτών αγάλλονται και χαίρουσι».
(Οι δρομείς, φυσικά,δ εν στενοχωριούνται, επειδή δεν παίρνουν στεφάνια παλαιστών, αλλά αγάλλονται και χαίρονται με τα δικά τους).
ν. «Νυν δε την μεν άμπελον σύκα φέρειν ουκ αξιούμεν ουδέ την ελαίαν βότρυς».
(Όπως έχουν, όμως, τώρα τα πράγματα, δεν περιμένουμε από το κλήμα να κάνει σύκα ούτε από την ελιά να κάνει σταφύλια).
ξ. «Ούτως εις την των κακών μνήμην υπορρυέντες ανενεγκείν μη θέλωσι μηδ’αναπνεύσαι.δει δ’ώσπερ εν πινακίω χρωμάτων εν τη ψυχή των πραγμάτων τα λαμπρά και φαιδρά προβάλλοντας αποκρύπτειν τα σκυθρωπά και πιέζειν.εξαλείψαι γαρ ουκ εστί παντάπασιν ουδ’απαλλαγήναι •«παλίντροπος γαρ αρμονίη κόσμου,όκωσπερ λύρης και τόξου»,και των ανθρωπίνων καθαρόν ουδέν ουδ’αμιγές.αλλ’ώσπερ εν μουσική βαρείς φθόγγοι και οξείς εν δε γραμματική φωνήεντα και άφωνα γράμματα,μουσικός δε και γραμματικός ουχ ο θάτερα δυσχεραίνων και υποφεύγων αλλ’ο πάσι χρήσθαι και μειγνύναι προς το οικείον επιστάμενος,ούτω και των πραγμάτων αντιστοιχίας εχόντων(επεί κατά τον Ευριπίδην «ουκ αν γένοιτο χωρίς εσθλά και κακά,αλλ’έστι τις σύγκρασις,ώστ’έχειν καλώς»)».
(Όταν οι άνθρωποι γλιστρούν και πέφτουν στην ανάμνηση των δυστυχιών τους, δεν θέλουν να συνέλθουν ή να αναπνεύσουν. Όμως, όπως με τα χρώματα σε έναν πίνακα, έτσι και στην ψυχή είναι καλό να προβάλλουμε τις λαμπερές και χαρούμενες εμπειρίες και να κρύβουμε και να πνίγουμε τις σκυθρωπές • το να τις σβήσουμε, άλλωστε, και να απαλλαγούμε εντελώς από αυτές είναι αδύνατον. «Γιατί η αρμονία του σύμπαντος,όπως αυτή ανάμεσα στη λύρα και στο τόξο,επιτυγχάνεται μέσα από τις εναλλαγές» [είναι ρήση του Ηρακλείτου,που επικαλείται εδώ ο Πλούταρχος] και στα ανθρώπινα πράγματα δεν υπάρχει τίποτα καθαρό και αμιγές.
Όμως,όπως στη μουσική υπάρχουν χαμηλοί και ψηλοί φθόγγοι,και,όπως στη γραμματική υπάρχουν φωνήεντα και σύμφωνα,κι ωστόσο μουσικός ή γραμματικός δεν είναι ο άνθρωπος που αντιπαθεί και αποφεύγει το ένα ή το άλλο, αλλά μάλλον αυτός που ξέρει πώς να τα χρησιμοποιεί όλα και να τα αναμειγνύει σωστά, έτσι και στα ανθρώπινα, που είναι σε αντίθεση το ένα προς το άλλο (αφού, κατά τον Ευριπίδη, «αδύνατο να χωριστούν καλό και κακό, αλλά κάποια μείξη τους υπάρχει κι έτσι πετυχαίνεται το ωραίο»).
ο. «[Ουδέν πέπονθας δεινόν αν μη προσποιή](ρήση του Μενάνδρου που επικαλείται εδώ ο Πλούταρχος] τί γαρ προς σε εστί,φησίν,αν μήτε σαρκός άπτηται μήτε ψυχής,οίον εστί δυσγένεια πατρός ή μοιχεία γυναικός ή στεφάνου τινος ή προεδρίας αφαίρεσις,ων ου κωλύεται παρόντων άνθρωπος και το σώμα βέλτιστα διακείμενον έχειν και την ψυχήν;…ο Δημήτριος την Μεγαρέων πόλιν καταλαβών ηρώτησε τον Στίλπωνα,μη τι των εκείνου διήρπασται•και ο Στίλπων έφη μηδέν’ιδείν «ταμά» φέροντα.και τοίνυν της τύχης πάντα τάλλα λεηλατούσης και περιαιρουμένης,έχομεν τι τοιούτον εν εαυτοίς «οίον κ’ούτε φέροιεν Αχαιοί ούτ’αν άγοιεν» (από τον Όμηρο η φράση).
([Κανένα κακό δεν έπαθες, αν δεν το κάνεις δικό σου] -τί σε αφορά, δηλαδή,εννοεί, αν δεν αγγίζουν ούτε το σώμα ούτε την ψυχή σου, η ταπεινή καταγωγή του πατέρα σου,η μοιχεία της γυναίκας σου, η στέρηση στεφανιού ή των μπροστινών καθισμάτων, αφού, όταν υπάρχουν αυτά, δεν εμποδίζουν τον άνθρωπο να έχει και το σώμα και την ψυχή του στην καλύτερη κατάσταση;…
Όταν ο Δημήτριος κατέλαβε την πόλη των Μεγαρέων, ρώτησε τον Στίλπωνα, αν τού είχαν αρπάξει τίποτα δικό του. Ο Στίλπων απάντησε: «Δεν είδα κανένα να παίρνει κάτι «δικό μου».
Συνεπώς, όταν η Τύχη λεηλατεί και μάς αρπάζει όλα τα άλλα, έχουμε μέσα μας κάτι από αυτά που: «ούτε να αρπάξουν μπορούν ποτέ οι Αχαιοί, ούτε να λεηλατήσουν»).
π. «Τον μεν γαρ ανόητον ο του θανάτου φόβος ουχ ο του ζην πόθος εκκρέμασθαι του σώματος ποιεί,περιπεπλεγμένον ώσπερ τον Οδυσσέα τω ερινεώ,δεδοικότα την Χάρυβδιν υποκειμένην…».
(Πράγματι είναι ο φόβος του θανάτου και όχι ο πόθος για τη ζωή που κάνει τον ανόητο εξαρτημένο από το σώμα του, γαντζωμένο πάνω του σαν τον Οδυσσέα στη συκιά, από τον φόβο για την Χάρυβδη που ήταν από κάτω του).
ρ. «Ου γαρ «αι μεν λιβανωτρίδες» ως έλεγε Καρνεάδης «αποκενωθώσι,την ευωδίαν επί πολύν χρόνον αναφέρουσιν,» εν δε τη ψυχή του νουν έχοντος αι καλαί πράξεις ουκ αεί κεχαρισμένην και πρόσφατον εναπολείπουσι την επίνοιαν,υφ’ης το χαίρον άρδεται και τέθηλε και καταφρονεί των οδυρομένων και λοιδορούντων τον βίον,ως τινα κακών χώραν ή φυγαδικόν τόπον ενταύθα ταις ψυχαίς αποδεδειγμένον».
(Μήπως «και τα θυμιατήρια», όπως είπε ο Καρνεάδης, «ακόμα κι όταν έχουν αδειάσει, δεν κρατούν το άρωμά τους για πολύ καιρό», και οι καλές πράξεις δεν αφήνουν στην ψυχή του σοφού πάντα χαριτωμένη και φρέσκια την ανάμνησή τους, με την οποία ποτίζεται η χαρά και θάλλει, και περιφρονεί όσους κλαίγονται και κατηγορούν την ζωή πως είναι τόπος δεινών ή τόπος εξορίας που έχει οριστεί εδώ για τις ψυχές;).
σ. «Άγαμαι δε του Διογένους,ος τον εν Λακεδαίμονι ξένον ορών παρασκευαζόμενον εις εορτήν τινα και φιλοτιμούμενον «ανήρ δ’» είπεν«αγαθός ου πάσαν ημέραν εορτήν ηγείται;» και πάνυ γε λαμπράν,ει σωφρονούμεν,ιερόν μεν γαρ αγιώτατον ο κόσμος εστί και θεοπρεπέστατον•εις δε τούτον ο άνθρωπος εισάγεται διά τη γενέσεως ου χειροκμήτων ουδ’ακινήτων αγαλμάτων θεατής,αλλ’οία νους θείος αισθητά μιμήματα νοητών,φησίν ο Πλάτων,έμφυτον αρχήν ζωής έχοντα και κινήσεως έφηνεν,ήλιον και σελήνην και άστρα και ποταμούς νέον ύδωρ εξιέντας αεί και γην φυτοίς τε και ζώοις τροφάς αναπέμπουσαν.ων τον βίον μύησιν όντα και τελετήν τελειοτάτην ευθυμίας δει μεστόν είναι και γήθους•ουχ ώσπερ οι πολλοί Κρόνια και Διάσια και Παναθήναια και τοιαύτας άλλας ημέρας περιμένουσιν,ιν’ησθώσι και αναπνεύσωσιν,ωνητόν<γελώντες> γέλωτα μίμοις και ορχησταίς μισθούς τελέσαντες».
(Ευχαριστιέμαι, επιπλέον,με τον Διογένη, ο οποίος, όταν είδε τον οικοδεσπότη του στη Σπάρτη να προετοιμάζεται με υπερηφάνεια για κάποια γιορτή, είπε: «Ο καλός άνθρωπος δεν θεωρεί την κάθε ημέρα γιορτή;». Και λαμπρότατη βέβαια, αν έχουμε σωφροσύνη.
Ο κόσμος, άλλωστε,είναι ο ιερότατος και κατ’εξοχήν θεοπρεπής ναός • μέσα σ’αυτόν μπαίνει ο άνθρωπος, όταν γεννιέται ως θεατής αγαλμάτων που δεν φτιάχτηκαν από χέρια ούτε είναι ακίνητα, αλλά εκείνων των αισθανομένων ομοιωμάτων των νοητών πραγμάτων, τα οποία ο θείος νους, όπως λέει ο Πλάτων, έχει αποκαλύψει, και τα οποία έχουν έμφυτη την αρχή της ζωής και της κίνησης, του ήλιου, της σελήνης, των άστρων και των ποταμών, που χύνουν συνέχεια φρέσκο νερό και της γης που βγάζει επάνω την τροφή για φυτά και ζώα.
Αφού η ζωή είναι η πιο τέλεια μύηση και τελετουργία στα παραπάνω, πρέπει να είναι γεμάτη ψυχική γαλήνη και χαρά και όχι όπως συμβαίνει με τους πολλούς που περιμένουν τα Κρόνια, τα Διάσια, τα Παναθήναια και άλλες τέτοιες μέρες, για να ευχαριστηθούν και να αναζωογονηθούν, γελώντας το γέλιο που αγοράζουν πληρώνοντας το αντίτιμο στους μίμους και στους χορευτές).