Ρίτσος Γιάννης: Ερωτικά & ...'Αλλα



Κορυφαίος Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά τη Πρωτομαγιά του 1909 και πέθανε στην Αθήνα το 1990, σ' ηλικία 89 ετών. Πάνω από 100 ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, 9 πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονόμαζε), 4 θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα κι άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του δημιουργού.
Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη Διάπλαση Των Παίδων. Πολλά από τα νεανικά του ποιήματα δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού. Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Τρακτέρ", ενώ άρχισε και τη συνεργασία του με το Ριζοσπάστη, με τα "Γράμματα Για Το Μέτωπο". 1935 κυκλοφορούν οι "Πυραμίδες", το 1936 ο "Επιτάφιος" και το 1937 "Το Τραγούδι Της Αδελφής Μου". Έλαβεν ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-52 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Το 1956 τιμήθηκε με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη "Σονάτα Του Σεληνόφωτος".
Το 1968 προτάθηκε για το Νόμπελ από 75 Γάλλους ακαδημαϊκούς, συγγραφείς και νομπελίστες, το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν για την ειρήνη. Πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων.
Με το έργο του εισήλθε σ' όλα τα ορατά κι αόρατα, άντλησε από το βάθος του χρόνου και το πλάτος του κοινωνικού χώρου. Εκμεταλλεύτηκε δυναμικά τον αστείρευτο πλούτο της νεοελληνικής γλώσσας. Συμφιλίωσε τους αγώνες για τα καίρια προβλήματα της εποχής μας με την εσωτερική βίωση των πραγμάτων και την αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης. Στις μείζονες συνθέσεις και στα μικρά ποιήματα, όπως και στα δοκίμιά του, ανέδειξε μια σύγχρονη ευαισθησία, προσαρμόζοντας τη φωνή του στους χαμηλούς τόνους της βαθιάς επικοινωνίας και της εξομολογητικότητας.
------------------------------------------------------------------------------------------
Ι.
Πλήθος λεμόνια
επάνω στο τραπέζι
στις καρέκλες
στο κρεβάτι
κίτρινες λάμψεις
τρέχουν το σώμα σου
μ' αρέσει που βρέχει
νύχτα με χίλια λεμόνια
και ξαφνικά ο φακός του δασοφύλακα
να σταματάει τους βρεγμένους λαγούς
στα πισινά τους πόδια.
Διακοφτό 18.11.80
ΙΙ.
Ω αλάνθαστο σώμα
πόσα και πόσα λάθη
μ' ένα μικρό διαβατικό φεγγάρι
στα γυμνά δέντρα του πεζοδρομίου
αδειούχοι στρατιώτες καπνίζουν
κάτω απ' το υπόστεγο
βρέχει όλη μέρα
ακούω το νερό να κυλάει ατέλειωτο
απ' τα λούκια στο δρόμο
παρότι το ξέρω
αυτό το εισιτήριο
είναι εκπρόθεσμο πιά.
Αθήνα 18.11.80
ΙΙΙ.
Το σώμα -λέει-
στη γενική: του σώματος
και γενικά το σώμα
άλλη λέξη πυκνότερη δεν έχω
παίρνω τη νάϋλον σακούλα
μπαίνω στα λαϊκά εστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα
για τις άγριες γάτες της γειτονιάς
στα διαλείματα -λέει-
κουβεντιάζω με τους μουσικούς
στα σκοτεινά παρασκήνια-
τι απέραντη απόσταση διανύω
απ' το σώμα σου
έως το σώμα σου.
Αθήνα 19.11.80
Γυμνό Σώμα
Ι.
Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κι εγώ.
Το σώμα σου ωραίο
Το σώμα σου απέραντο.
Χάθηκα στο απέραντο.
Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.
Όσο απομακρύνεσαι
Σε πλησιάζω.
Ένα άστρο
έκαψε το σπίτι μου.
Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.
Η γλώσσα μου στο στόμα σου
η γλώσσα σου στο στόμα μου-
σκοτεινό δάσος.
Οι ξυλοκόποι χάθηκαν
και τα πουλιά.
Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.
Τα χείλη μου
περιτρέχουν τ' αφτί σου.
Τόσο μικρό και τρυφερό
πως χωράει
όλη τη μουσική;
Ηδονή-
πέρα απ' τη γέννηση,
πέρα απ' το θάνατο.
Τελικό κι αιώνιο
παρόν.
Αγγίζω τα δάχτυλα
των ποδιών σου.
Τι αναρίθμητος ο κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πως πλάθεται και καταρρέει
όλος ο κόσμος;
Η γλώσσα εγγίζει
βαθύτερα απ' τα δάχτυλα.
Ενώνεται.
Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.
Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κι εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ' άστρα
αφού λείπεις;
Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.
Αθήνα 24.9.80
Σάρκινος Λόγος
Ι.
Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ' εμένα.
Καλυμένη απ' τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ' τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών.
Οι πόροι σου εκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα.
Αρθρώνονται απόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιές εκρήξεις απ' τη πράξη του έρωτα.
Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει πάνω απ' τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ, τα ναυτικά οινομαγειρεία.
Πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο.
Μιά γυάλινη σφαίρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου.
Ο μεθυσμένος τρεκλίζει σε μια τρικυμία φυσημένη απ' την αναπνοή του σώματός σου.
Μη φεύγεις. Μη φεύγεις. Τόσο υλική, τόσο άπιαστη.
Ένας πέτρινος ταύρος πηδάει απ' το αέτωμα στα ξερά χόρτα.
Μιά γυμνή γυναίκα ανεβαίνει τη ξύλινη σκάλα κρατώντας μιά λεκάνη με ζεστό νερό.
Ο ατμός της κρύβει το πρόσωπο.
Ψηλά στον αέρα ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία.
Φυλάξου. Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου.
Το τρίχωμα της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει.
Γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα.
Κάτω από τη κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ' το χρόνο κι απ' το θάνατο πέρα, σε μιά μοναχική παγκόσμιαν ένωση.
Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: Κρύψου.
Θέλω να περιγράψω το σώμα σου.
Το σώμα σου είναι απέραντο.
Το σώμα σου είναι ένα λεπτό ροδοπέταλο σ' ένα ποτήρι καθαρό νερό.
Το σώμα σου ένα άγριο δάσος με σαράντα μαύρους ξυλοκόπους.
Το σώμα σου βαθειές νοτισμένες κοιλάδες πριν βγει ο ήλιος.
Το σώμα σου δυό νύχτες με καμπαναριά,
με διάττοντες και μ' εκτροχιασμένα τραίνα.
χτυπάνε στράκες, σπάζουν ποτήρια, φτύνουν, βλαστημούν.
Το σώμα σου ένας ολάκερος στόλος υποβρύχια, θωρηκτά, κανονιοφόροι· θορυβώδεις άγκυρες ανεβαίνουν· τρέχουν νερά στο κατάστρωμα·
ένας μούτσος πηδάει απ' το κατάρτι στη θάλασσα.
Το σώμα σου πολύφωνη σιωπή σκισμένη από πέντε μαχαίρια, τρεις ξιφολόγχες κι ένα σπαθί.
Το σώμα σου μια διάφανη λίμνη, στο βυθό της φαίνεται η λευκή βουλιαγμένη πολιτεία.
Πολλά λουλούδια πατημένα μένουν στην άσφαλτο βρεγμένα με βενζίνη.
Το σώμα σου ένα παλιό μπορντέλο της οδού Προαστίου με γριές πουτάνες, βαμμένες
Το σώμα σου είναι ένα ρόδινο μικρό κορίτσι·
κάθεται κάτω απ' τη μηλιά και τρώει μια φέτα φρέσκο ψωμί και μια κόκκινη αλατισμένη ντομάτα· κάθε τόσο χώνει κ' ένα άνθος της μηλιάς στα στήθη της.
Το σώμα σου ένα τζιτζίκι στ' αφτί του τρυγητή,
ρίχνει μια σκιά μενεξελιά στο μελαμψό λαιμό του
και τραγουδάει μονάχο του όσα δεν μπορούν να πουν όλα μαζί τα σταφύλια.
έντεκα ολόλευκα άλογα αλωνίζουνε τα στάχυα της Γραφής·
χρυσάφι τ' άχυρα καρφώνουνε μικρούς καθρέφτες στα μαλλιά σου
και λαμποκοπούν τα τρία ποτάμια όπου μεγάλες μαύρες αγελάδες με αδαμάντινα στέμματα σκύβουν, πίνουν νερό και κλαίνε.
Το σώμα σου είναι απέραντο.Το σώμα σου απερίγραπτο.
Και θέλω να το περιγράψω,να το κρατήσω πιο σφιχτά στο σώμα μου,
να το χωρέσω και να με χωρέσει.
Αθήνα 18.11.80
Από "Τα Ερωτικά" εκδόσεις "ΚΕΔΡΟΣ" (αποσπάσματα) 1981
μ' ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ' ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
κι οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού
που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
Όταν οι ουλές απ' τις λαβωματιές κλείνουν
στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους που 'σκαψαν οι οβίδες
φυτεύουμε δέντρα
και στις καρδιές που 'καψε η πυρκαγιά
δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους
και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δε πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.
Καπνισμένο Τσουκάλι
(απόσπασμα)
Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα, δεν χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ' όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη.
'Ετσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε,
"Τέτοια ποιήματα, σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα."
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει.
Κοριτσάκι Μου
(για τη κόρη του...)
μες στο βουβό πηγάδι του φεγγαριού
σου 'πεσε απόψε το πρώτο δαχτυλίδι σου.
Δεν πειράζει.
Αργότερα θα φτιάξεις άλλο
να παντρευτείς τον κόσμο μες στον ήλιο.
Γιατί δεν είναι κοριτσάκι
να μάθεις μόνο εκείνο που είσαι,
εκείνο που έχεις γίνει,
είναι να γίνεις
ό,τι ζητάει
η ευτυχία του κόσμου.
'Αλλη χαρά
δεν είναι πιο μεγάλη
απ' τη χαρά που δίνεις
Να το θυμάσαι κοριτσάκι.
Κοριτσάκι μου,
θέλω να σου φέρω τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.
Θέλω να σου φέρω ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου.
Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές από τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε μη σκοντάψεις
Μετά
Mάρτυρες για τα λάθη σου δεν είχες.
Mόνος μάρτυρας ο ίδιος εσύ.
Tα τακτοποίησες, τα μονόγραψες, τα σφράγισες
σε λευκούς πάντοτε φακέλους σα να ετοίμαζες
τη δίκαιη διαθήκη σου.
Ύστερα
τα τοποθέτησες προσεχτικά στα ράφια.
Tώρα, γαλήνιος,
(ίσως και κάπως φοβισμένος)
ούτε βιάζεσαι ούτε καθυστερείς,
γνωρίζοντας ότι, μετά το θάνατό σου,
θ' ανακαλύψουμε πόσον ωραίος ήσουν,
πόσο πολύ πιο ωραίος πέρα απ' τις αρετές σου.
-έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
- θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
'Αφησέ με να έρθω μαζί σου...Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
- ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
- τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
- αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
- ν' ακούσω τα μεγάλα βήματά της πολιτείας,
(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα έκρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η "Σονάτα του Σεληνόφωτος", μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κι ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απαιλευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον 'Αη-Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να είναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει: "Η παρακμή μιάς εποχής". Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του.