ΙΩΑΝΝΟΥ ΛΑΜΠΡΙΔΟΥ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ
ΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑΙ ΑΠ0ΙΚΙΑΙ
ΜΕΛΕΤΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
1895
Hμείς οί Έλληνες θά άποβάλωμεν το ήμισυ τού χριστιανισμού μας, εάν όντες χριστιανοί μη ώμεν και Έλληνες.
Μέσα προαγωγής τών Ελληνικών αποικιών.
α' Θρησκεία.
Εί και ανωτέρω παρετηρήθη και παγκοίνως γνωστή τυγχάνει, όμως πρέπει νά επαναλάβω, ότι μία των σπουδαιότατων αιτιών της ταχυτέρας μετά τών αλλοδαπών συγχωνεύσεως τών αποικούντων Ελλήνων έν τοις Κράτεσι του Αίμου και τη Ρωσσία ύπηρξεν ή ομοδοξία.
Είς ού πολύ άφ' ημών άφεστώτας χρόνους ή φυλή έξηφανίζετο προ του θρησκεύματος και ή αλλοδοξία του κοινού τών Λαών της Ελληνικής Χερσοννήσου κατακτητού συνηδέλφωσε και τά διαφορώτατα τών εθνών εις μίαν και την αύτην ποίμνην, την ποίμνην του χριστιανισμού.
Δεν έξήταζεν ο Ρωμούνος η ο Σέρβος η ο Βούλγαρος ή ο Έλλην πρό μιας ετι έβδομηκονταετίας την εθνικότητα του αλλοφύλου, ηρκει δέ αυτώ το ομόπιστον του ξένου, όπως τον θεώρηση άδελφόν.
Το πνεύμα της εθνικότητος δεν ειχεν αφυπνισθή, ουδ' η κατάπτωσις του κοινού δεσπότου χρεωστουμένη πλην άλλων και είς την κοινην τών υποδούλων αντίδρασιν είχε διαιρέσει τους πρώην εν ταις έλπίσι τουλάχιστον, αν μη έν τοις έργοις, συμμάχους.
Τί αν ο Έλλην αποδημών είς Σερβίαν, Βουλγαρίαν, Βλαχίαν, άπέβαλλε τήν γλώσσαν αυτού, άφ' ου διετήρει την θρησκείαν τών πατέρων του ; τί έζημιώθη ο Ελληνισμός από μιας έκατονταετηρίδος, ίνα μη μακρότερον άναδράμω, είνε δυσυπολόγιστον γενεαί όλαι συνεχωνεύθησαν προς τους αλλοφύλους εκείνους και άσπονδους της σήμερον εχθρούς και το εύγενέστατον της Ελλάδος αίμα ρέει όρατόν παρά τήν περιβολήν ξενικού ονόματος εις τάς φλέβας ό,τι εξοχον δύνανται νά έπιδείξωσι. Βλαχία και Βουλγαρία, μάλιστα δε η πρώτη.
Aλλά την Ισότητα και την ομοταξίαν του Ευαγγελίου διέσπασε της φυλής ή διάκρισις και ο ύπό τον πολιτικον χωρισμόν κοχλάζων κυκεών δυσαριθμήτων συμφερόντων ευρύνει το χάσμα μεταξύ των πρώην όμοτύχων και ενσπείρει μίση αδιάλλακτα άλλως ή δι' αιματηρών αγώνων έπικρατήσεως και εκμηδενίσέως του ασθενέστερου. Κατά τών νόμων τής φύσεως, διότι όλα ταύτα έγκεινται εις την άνθρωπείαν φύσιν, ουδείς δικαιούται νά αντιστρατευθή, ούδ επιτρέπεται τινι νά παραπονεθή, άλλα νόμος τής φύσεως είνε και τού ισχυρότερου επί τον άσθενέστερον ή έπικράτησις και ή έπικράτησις αύτη, όπως παρασκευασθώ, είνε εργον κατ ' εξοχήν ανθρωπινής ενεργείας.
Άπο τριακονταετίας εις τοιαύτην ένέργειαν ύπελείφθημεν ημείς πάντων τών αντιζήλων, αν δε μη κατεπέσαμεν ετι, οφείλεται εις την φυλήν τήν Έλληνικήν, άλλ' όχι και εις τήν Έλληνικήν πολιτείαν, ης το καθήκον και κατά τήν τελευταίαν ταύτην στιγμήν καιρός είνε νά άρχίση.
Έσώθημεν πολλάκις άπο τής εθνικής έκμηδενίσεως διά τής θρησκείας και θά έσωζόμεθα βεβαίως και νυν, άν καθ ' ημών άντιμέτωποι ίσταντο άλλόδοξοι.
Άλλα τούτο δεν συμβαίνει έν ταις πολυαριθμοτάταις τών αποικιών ημών και αί εύχαί τού εύλογούντος τον Έλληνα άποικον ιερέως μένουσιν ευχαι χριστιανικαί εις οιανδήποτε γλώσσαν έκφερόμεναι.
Άλλ' άν τούτο ίκανοποιή τόν χριστιανόν, δεν ικανοποιεί τον Ελληνα καί, καθ' όν χρόνον τά εχθρικά πάθη δείκνυται άνίκανον νά κατασιγάση τό Ευαγγέλιον, όργανον διασώσεως τών ομοφύλων άπέμεινεν ή γλώσσα μόνον.
Αύτη είναι ή φορά τών πραγμάτων καί αύτη θά είνε, έφ'όσον άν μη έπληρωθή τό δυσεκπλήρωτον τών φαντασιοκόπων ονειρον της καθολικής αδελφότητας και ειρήνης.
Όταν ή θρησκεία συμπίπτη έπί τού αυτού προς την πατρίδα εδάφους, είνε άδιάφορον είς τόν βίον τών εθνών όπότερον τούτων είνε έπικρατέστερον.
Θάτέρου ή έντασις αρκεί νά διατήρηση έν τη ζωή το έθνος εκείνο κατά πάσης ξένου επιδρομής άλλ ' άρα ως ή θρησκεία ύπερβή της πατρίδος τά όρια, κερδαίνουσα είς έκτασιν απόλλυσιν εις έντασιν και άρχεται η υπέροχη της πατρίδος ή συνέχουσα επί το αυτό έδαφος τους εις αυτό ανήκοντας.
Τίς θά άρνηθή την άλήθειαν ταύτην ; τίς ημών θά άποβάλη άφ’ εαυτού τον Έλληνα άρκούμενος είς τον χριστιανόν έν συνειδήσει του μεγεθους της αποβολής ; Άλλ ' ή συνείδησις αύτη δεν είνε καθολική παρά πασι, ιδία παρά τοις άπλουστέροις και τοις άμαθεστέροις ελλείπει όλως, τοϋθ' οπερ τά μέγιστα ημάς ζημιοί έν ταις χώραις έκείναις. Της κραταιώσεως δε της συνειδήσεως ταύτης το έπιτηδειότατον όργανον είνε ο ιερεύς.
Άλλ ' είς- το ύψος τοιαύτης ιεράς αποστολής δεν ευρίσκεται δυστυχώς ο ιερεύς τών παρά τοις ορθοδόξοις λαοίς Ελληνικών αποικιών διά την έλλειψιν της προσηκούσης είς τους άρμοδίους προνοίας. Ούτε ένότης περί την άποστολην αυτών υπάρχει, ούτε προσοχή περί την έκλογήν αυτών καταβάλλεται.
Έκαστη Κοινότης μεταπέμπεται άδιαφόρως τους ιερείς αυτής είτε εκ τής Ελευθέρας Ελλάδος είτε έκ της δικαιοδοσίας του Οίκουμενικού Πατριαρχείου ύποκείμενοι δε ούτοι κατά τά θέσμια τής ανατολικής ορθοδόξου εκκλησίας είς τόν τοπικον έπίσκοπον τής χώρας, έν ή η αποικία, αποβάλλει πάσαν συνάφειαν προς την άνωτάτην έθνικήν του αρχήν, είτε τό Οίκουμενικόν Πατριαρχείον είτε την αυτοκέφαλον τής Ελλάδος Έκκλησίαν και δεν δρα ή κατ’ οίκείαν έμπνευσιν και κατ' οίκείαν άντίληψιν κατά κανόνα μή ύπερβαίνουσαν τόν κύκλον τών βιωτικών αυτού αναγκών, ας και μόνον υπηρετεί. Άλλα τό σύστημα τούτο είνε έπιβλαβέστατον, ού μόνον διότι ο ιερεύς, συνήθης τις ων και κοινός και ώς τά πολλά άγράμματος, υπολείπεται του εγχωρίου αυτού συνάδελφου,άλλα διότι ένεκα τών ατελειών του τούτων και τής έσχατης πενίας, ήτις κατατρύχει τόν Έλληνικόν κλήρον, καταβιβάζων τό υψιστον έργον είς τό ταπεινόν τοϋ βιοπορισμού έπάγγελμα εξευτελίζει μέν εαυτόν, εξευτελίζει δέ και τήν άποστολην του, ήτις είνε διττώς μεγάλη έν ταις έλληνικαίς άποικίαις, διότι άφορούν μόνον τήν θρησκείαν, άλλα και την πατρίδα.
Όλαι τών εθνών αι θρησκείαι έμμόνως και άμειώτως διετηρήθησαν κατ' έξοχην έν ταις γυναιξίν. Δεν άρνούμαι είς τήν Ελληνίδα τόν πατριωτισμόν, άλλ' ή δύναμις ή ηθική ή επικρατέστερα έν αυτή είναι ή δύναμις τής θρησκείας, ή ευαίσθητος δέ αυτής φύσις αποκρούουσα παν τό χυδαίον και το ευτελές μεταξύ δύο ιερέων μιας και τής αυτής θρησκείας θά προτιμήση τόν μαλλον μεμορφωμένόν, τόν μαλλον πεπροικισμένον ύπό θεολογικών γνώσεων εστω και άλλόγλωσσον, αν δε μή πράξη τούτο προτιμώσα το Ρωμούνον ή τόν Ρώσσον ίερέα, θα αισθανθή προς τον Έλληνα άδιαφορίαν και τούτο είνε ολέθριον.
Άμα παύση ο Έλλην ιερεύς εμπνέων τον ανήκοντα αύτώ σεβασμόν και εύλάβειαν, τετέλεσται! Ευρίσκεται εκτός της αποστολής του και τούτο αρκεί νά εξήγηση τόν έπιγενόμενον όλεθρον εις τάς συνειδήσεις και το φρόνημα των αποίκων.
Μη τις λησμονήση, ό'τι λόγον ποιούμενος περί Ελλήνων ιερέων εν ταις άποικίαις, εννοώ τους έν ταις πόλεσι τοιούτους, διότι μόνον εν πόλεσιν ύπάρχουσιν κοινότητες πολυάριθμοι δυνάμεναι νά έχωσιν ιερέα και συντηρώσιν έκκλησίαν.
Δεν αγνοώ επομένως ό'τι του Βλάχικου, του Βουλγαρικού, του Σερβικού και αυτού έτι τού 'Ρωσσικού κλήρου οί λειτουργοί εν γένει ευρίσκονται εις την αυτήν της απαιδευσίας κλίμακα, εις ην και ό Έλλην ιερεύς. Άλλα τών πόλεων οι αλλόγλωσσοι ιερείς είνε τών ημετέρων -κατά κανόνα υπέρτεροι.
Ή σύγκρισις δε τών ημετέρων προς τά ξένα άναδεικνύουσα ταύτα κρείττονα εκείνων άσκεί σπουδαιοτάτην έπίδρασιν επί το φρόνημα, ώς είπον, το εθνικόν παρά τω πολλώ πλήθει εξωθούσα αυτό εις τάς αγκάλας τών αντιζήλων.
Ή απαγγελία η ξηρά τών ευχών της εκκλησίας είνε ίση και τώ μηδενί εις την άντίληψιν του Έλληνος, όταν ό άπαγγέλλων αύτάς φωραται άνίκανος νά κατάδειξη ε'ις το ποίμνιόν του, ότι αί εύχαί εκείναι έχουσι την ύψίστην διά τόν Έλληνα σημασιαν, ακριβώς διοτι φέρονται εις την καρδιαν αυτού διά της γλώσσης τών πατέρων του, ότι ημείς οί Έλληνες θά άποβάλωμεν το ήμισυ τού χριστιανισμού μας, εάν όντες χριστιανοί μη ώμεν και Έλληνες.
Εις την δισχιλιετή συζύμωσιν θρησκεύματος και πατρίδος, χριστιανικού Ευαγγελίου και γλώσσης Ελληνικής, πόσα έθιμα δεν έξετράφησαν εξόχως Ελληνικά, πόσαι παραδόσεις εθνικαί δέν έφΰησαν έπί τού ιερού της Ελληνικής εκκλησίας βωμού, πόσον δεν έτροποποιήθη ό όλος τών Ελλήνων ώς έθνους χαρακτήρ !
Τά ίερά ταύτα σύμβολα τά αποτελούντα τους κρίκους μιας και της αυτής άλύσεως, έν ή συγκρατείται και συνέχεται το Όλον έθνος, αποκόπτονται, διασπάται δε ή ένότης τών δύο υπέρτατων της άνθρωπότητος δεσμών προς ό,τι αύτη γινώσκει όσιον και σεμνόν, και εκλύεται ή δύναμις τών δεσμών τούτων καθ ' εκάτερον, όταν παύση ή αμοιβαία αυτών επικουρία, όταν ή γλώσσα μη έμψυχώνη την λατρείαν τού θείου, όταν αύτη μη περιβάλλη διά της ιερότητας της τού έθνους την γλώσσαν !
Το έργον τού διδασκάλου συνεχίζει ο ιερεύς ού μόνον τούτο, άλλα καί συμπληροί αυτό.
Είνε διδάσκαλος ανδρών ό ιερεύς καί όχι παιδιών, είνε ο ιεροφάντης δύο μυστηρίων, τού θρησκεύματος καί τής πατρίδος έν ταις ξέναις έκείναις χώραις, ών ή φιλοξενία προς τους Έλληνας συνίσταται εις την άπορρόφησιν αυτών. Ιερεύς μεμορφωμένος φέρων τον ένθουσιασμόν έν τή καρδία του επί τη μεγάλη του αποστολή, εσται ό καθημερινός κήρυξ ο αφυπνίζων τόν έτοιμον νά κοιμηθη πατριωτισμόν τών από μακρότατου χρόνου είς την ξένην καταφυγόντων Ελλήνων.
Υπό ποίον τρόπον γεννήσεται τούτο θά έξετάσωμεν εν ολίγοις έν τω περί Προξενείων κεφαλαίω, ένθα καί ανάγεται.