Δηλώνει όμως και έναν ζωντανό και διαρκώς άνανεωνόμενο οργανισμό πού απαρτίζεται από άτομα, αγαθά και Ιερά, πού για να διατηρηθεί σε ζωή πρέπει τα μέλη του να ανανεώνονται και να διαιωνίζεται η κοινή λατρεία.
Τα παιδία δεν θεωρούνταν κληρονόμοι τού πατέρα, διότι, όσο ακόμα ζούσε ο τελευταίος, ήσαν συγκύριοι της οικογενειακής περιουσίας. '
Έτσι, λ.χ μιλώντας για τα αγαθά τού Οδυσσέα, ο Τηλέμαχος τα ονομάζει οίκον έμόν.
Διαφυλασσόταν χάρη στην απαγόρευση πού απότρεπε τον πατέρα από το να μεταβιβάσει μετά θάνατον την περιουσία του σε άλλα πρόσωπα από αυτά πού, λόγω τού κοντινού βαθμού συγγενείας, καλούνταν από τον νόμο να τον κληρονομήσουν.
Ο Σόλων επέτρεψε, με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν παιδιά, να αφήσει κανείς την περιουσία του σε όποιον θέλει, δείχνοντας έτσι μεγαλύτερη προτίμηση στη φιλία παρά στη συγγένεια, και στην ελευθερία διαθέσεως παρά στην ανάγκη. με τον τρόπο αυτό κατέστησε τον καθένα κύριο της περιουσίας του. Υπέβαλε όμως τις παροχές αυτές σε ορισμένους περιορισμούς: δεν ήταν έγκυρες παρά μόνο αν ο διαθέτης δεν βρισκόταν κάτω από την επήρεια ασθένειας, φαρμάκων, δεσμών, ανάγκης ή κάτω από την πειθώ μίας γυναίκας»(Πλουτάρχου, Σόλων 21).
Ο Πλάτων, λ.χ., θεωρούσε ότι η ελευθερία διαθέσεως πού έδινε ο νομοθέτης ξεπερνούσε τα επιτρεπτά όρια.
Όχι μόνο γιατί όταν πλησιάζει ο θάνατος ο άνθρωπος δεν έχει πια καθαρή κρίση, ώστε να ρυθμίσει την τύχη της περιουσίας του, άλλά και διότι, περισσότερο παρά στον κληρονομούμενο, η περιουσία ανήκει στην οικογένεια, στις επερχόμενες γενιές, και η ίδια η οικογένεια ανήκει κατά κάποιο τρόπο στο κράτος (Πλάτωνος, Νόμοι ΧΙ, 923). Η καταδίκη όμως αύτή δεν απότρεψε τον Πλάτωνα από το να συντάξει ο ίδιος διαθήκη.
Πότε όμως επιτρεπόταν σ' έναν πολίτη να συντάξει διαθήκη;
Ο αθηναϊκός νόμος λέει ρητά πώς μόνο σε περίπτωση πού δεν υπάρχουν γνήσιοι γιοιί ο πατέρας δικαιούται να διαθέσει την περιουσία του κατά βούληση. στην περίπτωση πού υπάρχουν, δεν είναι δυνατό ο πατέρας να τούς αγνοήσει συντάσσοντας διαθήκη σε όφελος άλλων προσώπων.
Έγνοια κάθε πολίτη ήταν να αφήσει μετά το θάνατό του έναν γιο, συνεχιστή της οικογένειας και της οικογενειακής λατρείας. στην ανάγκη ακριβώς εξασφάλισης διαδόχου εξηγείται και η αναγνώριση τού θεσμού της διαθήκης: σε περίπτωση πού δεν υπήρχε γνήσιος γιος, έπρεπε να δημιουργηθεί.
Στη δημιουργία αύτή απέβλεπαν οι πρώτες διαθήκες πού είχαν ως αντικείμενο την υιοθεσία.
Αν ένας πολίτης δεν είχε γνήσιος γιους και δεν είχε υιοθετήσει όσο ζούσε, ο νόμος τού έδινε δύο δυνατότητες για την μετά θάνατο τύχη της περιουσίας του:
Είτε να κληρονομηθεί από τούς αγχιστεία, δηλαδή τούς εξ αίματος συγγενείς μέχρι τον πέμπτο βαθμό (μέχρι τούς γιους των πρωτοξαδέλφων. Δημοσθένους, Κατά Μακαρθάτου 51), χωρίς να συντάξει διαθήκη. Είτε να συντάξει διαθήκη με την όποία υιοθετεί το άτομο πού θα κληθεί να τον κληρονομήσει.
Ο νόμος τού Σόλωνα υπήρξε για την εποχή του μία καινοτομία με σοβαρές κοινωνικές και νομικές συνέπειες. Η διαθήκη συνιστά ένα νομικό μέσο με το όποίο πραγματοποιείται η διεύρυνση της οικογένειας και η διαιώνιση τού οίκου. το δικαίωμα άλλά ταυτόχρονα και καθήκον - τού διαθέτη είναι να εξασφαλίσει την επιβίωση της οικογένειας, πράγμα πού μπορεί να επιτύχει υιοθετώντας έναν γιο, επομένως μέσα στα πλαίσια της οικογένειας: δεν τού αναγνωρίζεται το δικαίωμα να διαθέσει τα οικογενειακά αγαθά κατά την απόλυτη βούλησή του. στους χρόνους τού Σόλωνα, μόνο με την υιοθεσία είναι δυνατή η διαδοχή στα οικογενειακά αγαθά (πατρώα), τόσο περιουσιακά όσο και στη λατρεία, αν δεν υπάρχουν γνήσιοι γιοί.
Αντίθετα, υπήρχε μάλλον ελευθερία διαθέσεως όσον άφορά τα περιουσιακά στοιχεία πού απόκτησε ο ίδιος και επομένως δεν περιλαμβάνονταν στην κατηγορία των πατρώων. τα πατρώα έπρεπε να περιέλθουν στους κατιόντες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ για τούς Αθηναίους ο νόμος τού Σόλωνα είναι ένας νόμος για τις υιοθεσίες, είναι συνάμα γι' αυτούς ένας νόμος πού απελευθερώνει το άτομο μέσα στο νομικό χώρο. Νόμος δημιουργός ικανότητας όχι μόνο από άποψη οικογενειακής κατάστασης, άλλά κυρίως όσον αφορά την εξουσία πάνω στην περιουσία.
'Έτσι, δε γίνεται λόγος για διαθήκες στον περίφημο νόμο της κρητικής Γόρτυνας, πού συντάχτηκε γύρω στο 500 π.χ. αναγνωρίζονται μόνο οι δωρεές αιτία θανάτου από το σύζυγο στη σύζυγο ή από το γιό στη μητέρα του.
Ούτε και ο νόμος τού 5ου αιώνα π.χ. για την ίδρυση της Ναυπάκτου αναφέρει σε κανένα σημείο του τον τρόπο αυτό κληρονομικής διαδοχής, ενώ στη Σπάρτη δεν πρέπει να είσάχθηκε παρά τον 4ο αιώνα, λίγο μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Επιπλέον, διαθήκες συντάσσουν όχι μόνο όσοι δεν έχουν γνήσιους γιους, άλλά και άτομα πού τυχαίνει να έχουν έναν ή και περισσότερους γιους εν ζωή,
Πρώτα - πρώτα, ένας πατέρας μπορεί να συντάξει διαθήκη για να εξασφαλίσει ίση διανομή της περιουσίας του μεταξύ των παιδιών του, αποφεύγοντας έτσι τις ενδεχόμενες διαφωνίες ως προς τη μοιρασιά τη κληρονομιάς μεταξύ των κληρονόμων. σε άλλες πάλι περιπτώσεις, ο διαθέτης συντάσσει διαθήκη προκειμένου να αφήσει ορισμένα περιουσιακά στοιχεία στη γυναίκα του, σε συγγενείς ή σε τρίτους.
Στις περιπτώσεις αυτές, τα κληροδοτήματα δεν καλύπτουν το σύνολο της κληρονομιάς περιουσίας, άλλά ένα ποσοστό της - το υπόλοιπο το κληρονομούν οι νόμιμοι γιοι εξ αδιάθετου. το αττικό δίκαιο δεν έθετε ανώτατο όριο των κληροδοτημάτων αυτών.
Ούτε αντίστοιχα ποσοστό της περιουσίας πού θα έπρεπε να περιέλθει υποχρεωτικά στους νόμιμους κληρονόμους, κάτι δηλαδή το αντίστοιχο με τη σημερινή νόμιμη μοίρα.
Φανερό όμως είναι ότι, εφ όσον δεν συνέτρεχαν λόγοι αποκήρυξης τού νόμιμου γιου, δεν μπορούσε ο πατέρας να τον αγνοήσει, αφήνοντας γενικό κληρονόμο της περιουσίας και της οικογενειακής λατρείας έναν τρίτο.
Ακόμα και όταν ορισμένα στοιχεία της περιουσίας αυτής περιέρχονταν σε τρίτους, συνεχιστής τού οίκου, ήταν ο νόμιμος γιος τού διαθέτη. και εφ' όσον υπήρχε γνήσιος γιός, ο νόμος τού Σόλωνα εξακολουθούσε να εφαρμόζεται, απαγορεύοντας την υιοθεσία και εγκατάσταση ενός άλλου γενικού κληρονόμου.
Συχνές όμως ήταν οι περιπτώσεις πού δεν υπήρχαν γιοί παρά μόνο θυγατέρες. Πώς θα συνεχιζόταν ο οίκος, ποίος θα κληρονομούσε την πατρική περιουσία, ποίος θα διαιώνιζε την πατρογονική λατρεία;
Αν ο πατέρας πεθάνει χωρίς να αφήσει πίσω του γιους και δεν υιοθετήσει με διαθήκη, η θυγατέρα, η επίκληρος, υποχρεώνεται να παντρευτεί τον πλησιέστερο συγγενή από την πατρική πλευρά - τον αδελφό τού πατέρα αν υπάρχει - έτσι ώστε να μη διαλυθεί ο πατρικός οίκος. τα παιδιά πού θα αποκτήσει η επίκληρος θεωρούνται άμεσοι διάδοχοι τού παππού τους.
Αν άρνητο, η γυναίκα πήγαινε προς την πόρτα τού σπιτιού του, όπου πέταγε το σανδάλι της εκστομίζοντας κατάρες γι' αυτόν και την οικογένεια του, τη «γενιά του ανυπόδητου».
Ενδέχεται σε πιο προχωρημένες εποχές, η σύνταξη διαθήκης να απαιτούσε τελετουργικές διαδικασίες οι όποίες όμως δεν άφησαν κανένα ίχνος στο κληρονομικό δίκαιο των κλασικών χρόνων.
Χωρίς να επιβάλλεται ρητά από το νόμο, οι διαθήκες ήταν έγγραφες, πράγμα πού εξηγείται από την ανασφάλεια πού παρουσιάζει ο προφορικός τύπος ακόμα και όταν παρευρίσκονται μάρτυρες.
Κατά κανόνα άρχιζαν με τη φράση: εστε μέν εύ· έάν δέ τι συμβαίνη, τάδε διατίθεμαι (βλ. Διογένης Λαέρτιος, ν, 11,51, διαθήκες τού Αριστοτέλη και τού Θεοφράστου. Ισαίος, Περί του Απολλόδωρου κλήρου Ι. Τού ίδιου, Περί τού Κλεωνύμου κλήρου 9. Δημοσθένης, Κατά Στεφάνου Ι, 28), και τελείωναν με κατάρες για όποιους δεν σέβονταν τις τελευταίες επιθυμίες τού διαθέτη.
Ό διαθέτης έχει επομένως την ευχέρεια να διαλέξει τον τρόπο ο όποιος κατά τη γνώμη του, είναι ο πιο πρόσφορος για να εξασφαλίσει την πραγματοποίηση των ύστατων του επιθυμιών.
Συνήθως όμως οι Αθηναίοι ακολουθούσαν την έξής διαδικασία: ο πολίτης πού επιθυμεί να συντάξει διαθήκη καλεί ως μάρτυρες ορισμένους συγγενείς, μέλη της ίδιας φατρίας ή και τού ίδιου δήμου, ή απλούς φίλους, και τούς παρουσιάζει το έγγραφο πού περιέχει τις τελευταίες του επιθυμίες.
ΟΙ μάρτυρες αυτοί δεν λαβαίνουν υποχρεωτικά γνώση τού περιεχόμενου της διαθήκης.
Η παρουσία τους χρησιμεύει για την περίπτωση ενδεχομένων αμφισβητήσεων - πού μπορεί να προκύψουν μετά το θάνατο τού διαθέτη - σχετικά με το αν συντάχθηκε ή όχι διαθήκη .
Ούτε ο ίδιος ο διαθέτης ούτε οι μάρτυρες υποχρεούνταν να υπογράφουν το έγγραφο, με συνέπεια να μην είναι σε θέση να μαρτυρήσουν αν το έγγραφο πού παρουσιάζεται μετά το θάνατο τού διαθέτη ως διαθήκη είναι πράγματι η διαθήκη πού συνέταξε ο κληρονομούμενος ή άλλο έγγραφο πλαστογραφημένο από κάποιον μη ικανοποιημένο κληρονόμο. μία σχετική περίπτωση αναφέρει ο Ισαίος στο λόγο του για την κληρονομιά τού Δικαιογενη: ο Δικαιογένης Β τού δήμου των Κυδαθηναίων, ήταν γόνος μεγάλης αθηναϊκής οικογένειας. ο πατέρας του Μενέξενος Α' και ο παππούς του Δικαιογένης Α' σκοτώθηκαν στη μάχη και ο ίδιος χάθηκε σε μια ναυμαχία κοντά στην Κνίδο.
Ως νόμιμους κληρονόμους του άφησε τις τέσσερις παντρεμένες αδελφές του.
Όμως, ο θειος του εξ αγχιστείας Πρόξενος παρουσιάζει μία διαθήκη με την όποία ο Δικαιογένης Β' εμφανίζεται να υιοθετεί τον ανιψιό του Δικαιογενη Γ, γιο τού Πρόξενου, και να τον αφήνει κληρονόμο γιο το ένα τρίτο της περιουσίας του. Κανείς δεν προσέβαλε τη διαθήκη αύτή και έτσι οι τέσσερις αδελφές τού διαθέτη περιορίστηκαν στα δύο τρία της περιουσίας τού αδελφού τους.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο Δικαιογένης Γ παρουσιάζει μία άλλη διαθήκη με την οποία ο θετός πατέρας του τον αφήνει γενικό κληρονόμο.
ΟΙ θετές του θείες, αδελφές τού Δικαιογένη Β , άλλες χήρες, άλλες χωρίς τη συμπαράσταση τού συζύγου τους και με παιδιά ανήλικα δεν είναι σε θέση να αμυνθούν. Έτσι, το δικαστήριο δικαιώνει τον Δικαιογένη Γ.
Όμως, δέκα χρόνια αργότερα ένα από τα θετά ανιψιά τού Δικαιογένη Γ ενηλικιώνεται και εγείρει αγωγή ψευδομαρτυρίου εναντίον ενός από τούς μάρτυρες πού κατέθεσαν για τη γνησιότητα της δεύτερης διαθήκης. ο θειος του προσπαθεί να τον εξαγοράσει, τον εξαπατά όμως για άλλη μία φορά και ο ανιψιός συμμαχεί με τα ξαδέλφια του, παιδιά των άλλων αδελφών τού Δικαιογένη Β προκειμένου να πετύχουν την ακύρωση και των δύο διαθηκών και η περιουσία τού θείου τους να περιέλθει εξ ολοκλήρου στους φυσικούς του κληρονόμους, δηλαδή στα ανίψια του. το δικαστήριο ακύρωσε και τις δύο διαθήκες: την πρώτη ως πλαστή, τη δεύτερη λόγω ψευδομαρτυρίας τού μάρτυρα πού βεβαίωσε τη γνησιότητά της.
Όμως, σπάνια οι Αθηναίοι καταφεύγουν σ' αυτό το μέσον για να εξασφαλίσουν τη μετά θάνατο εφαρμογή των επιθυμιών τους, γιατί με τον τρόπο αυτό δεν υπάρχει η επιθυμητή μυστικότητα της διαθήκης.
Ακόμα μεγαλύτερη σιγουριά εξασφαλίζει η κατάθεση της διαθήκης παρά τη αρχή δηλαδή σε έναν άρχοντα ή σε ένα ναό. Όμως, μέχρι τις αρχές της ελληνιστικής περιόδου, σπάνια οι αρχαίοι εμπιστεύονταν τα ιδιωτικά τους έγγραφα, όπως είναι οι διαθήκες, στη φύλαξη μίας δημόσιας ή θρησκευτικής αρχής, ενώ αντίθετα, από τούς αρχαϊκούς ήδη χρόνους, τούς εμπιστεύονταν και άφηναν στη φύλαξή τους αντικείμενα άξίας.
Αντίθετα από την κλασική Αθήνα, άπ' όπου δεν έχει διασωθεί αυτούσια καμιά διαθήκη, από την Aιγυπτο μάς έχουν περιέλθει πάνω από εκατόν πενήντα (από τον 3ο αιώνα π.χ. μέχρι τις αρχές τού 3ου μ.χ.), χώρια από τις διατάξεις τελευταίας βούλησης πού περιέχονται σε άλλου είδους έγραφα, όπως λ.χ. στα γαμήλια συμβόλαια. οι 'Έλληνες της Αιγύπτου συντάσσουν τις διαθήκες τους στους συμβολαιογράφους της εποχής, παρουσία μαρτύρων οι οποίοι και υπογράφουν το έγγραφο, πού ενώ στην αρχή είχε αξία αποδεικτική, τείνει με την πάροδο τού χρόνου να αποκτήσει συστατικό χαρακτήρα για τη δήλωση τελευταίας βούλησης.
Αν ο διαθέτης ξέρει γράμματα, συντάσσει ο ίδιος τη διαθήκη, σε δύο αντίγραφα, το ένα για τον εαυτό του, το άλλο για τον συμβολαιογράφο. οι ελληνιστικές διαθήκες είναι κατά κανόνα πλούσιες σε περιεχόμενο
Καμιά φορά αναφέρεται και ο εκτελεστής της διαθήκης πού συχνά είναι η ίδια η βασιλική οικογένεια, διατάξεις του αλεξανδρινού δικαίου απαγορεύουν στο σύζυγο, σε περίπτωση πού δεν υπάρχουν παιδιά. να αφήσει στη γυναίκα του περισσότερο από το ένα τέταρτο της περιουσίας εάν πάλι υπάρχουν, δεν είναι δυνατό να πάρει μεγαλύτερη κληρονομική μερίδα από αύτή πού θα περιέλθει σε καθέναν από τούς γιους του διαθέτη.
Η τελευταία αύτή διάταξη με την όποία εξασφαλίζεται μία δίκαιη μεταχείριση των πλησιέστερων κληρονόμων, προαναγγέλλει την νόμιμη μοίρα των νεότερων δικαίων. οι Αλεξανδρινοί πολίτες δεν μπορούσαν να συντάξουν παρά δημόσια διαθήκη κάθε άλλος τύπος συνεπαγόταν ακυρότητα του εγγράφου, τουλάχιστο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους (Γνώμων τού Ίδίου Λόγου. BGU V. 1, 1210.S. Briccobono, 11 Gnomon del idioq Logos 90S. Palermo. 1950).
Από τα δικαιοπρακτικα έγγραφα της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου πού έχουν διασωθεί μέχρις εμάς χάρη στους ελληνικούς παπύρους της Αιγύπτου, οι διαθήκες είναι αυτές πού παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη συγγένεια με τα αντίστοιχα σημερινά έγραφα.
Πράγμα κατανοητό αν λάβει κανείς υπόψη του το αμετάβλητο των λόγων πού οδηγούν ένα άτομο στη διατύπωση των ύστατων του επιθυμιών: ο φόβος τού θανάτου, ή ανάγκη εξασφάλισης αγαπητών προσώπων και η σιγουριά ότι οι επιθυμίες αυτές θα γίνουν σεβαστές από τούς επιζώντες.