Η φορολογία των συμμάχων ήταν πλέον μακρινό όνειρο, τα έσοδα από τη φορολογία των εμπορευμάτων που έφθαναν στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω πτώσης των εμπορικών δραστηριοτήτων, είχαν μειωθεί, ενώ η εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου είχε περιοριστεί..."
Άρθρο του κ.Μ.Τιβέριου, - καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ.
Η οικτρή οικονομική μας κατάσταση, η ανατροπή κοινωνικών κατακτήσεων και οι αποκαλύψεις περί διαφθοράς ενοίκων του κρατικού οικοδομήματος (των ρετιρέ αλλά και των υπογείων) μονοπωλούν καθημερινά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Η φοροδιαφυγή είναι ένα πολύ παλιό «σπορ» το οποίο πιθανόν πρωτοεμφανίστηκε μαζί με τη φορολογία.
Το ύψος των φόρων, όπως και η είσπραξή τους, απασχολούσε ανέκαθεν τους κυβερνώντες, ιδιαίτερα μάλιστα σε περιόδους οικονομικών κρίσεων όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα. Καθημερινά σχεδόν ακούμε για επιβολή νέων φόρων ή για αύξηση των ήδη υπαρχόντων, όπως επίσης και για λαμπρές επιδόσεις των ράμπο του ΣΔΟΕ.
Στην προσπάθειά του το αθηναϊκό κράτος να πετύχει αύξηση των οικονομικών πόρων του κάνει συνεχώς μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα.
Για τους τότε φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς έχω αναφερθεί σε μια παλιότερη επιφυλλίδα μου (11/3/2010, http://greece-salonika.blogspot.com/2009/09/blog-post_29.html). Εδώ απλώς υπενθυμίζω ότι το αθηναϊκό κράτος συνήθως νοίκιαζε τους διάφορους φόρους έπειτα από δημόσιους διαγωνισμούς. Ο πλειοδότης έδινε αμέσως το συμφωνηθέν ποσό και στη συνέχεια φρόντιζε να το εισπράξει από τους υπόχρεους, φυσικά με το παραπάνω.
Μια χρονιά στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. ένας πλειοδότης ξέρουμε ότι πλήρωσε ως φόρο επί των εισαγομένων και εξαγομένων από το λιμάνι του Πειραιά προϊόντων 30 τάλαντα και εισέπραξε 36. Κέρδισε, δηλαδή, 6 τάλαντα (περίπου 3.500 μεροκάματα).
Επειτα από τρία χρόνια ένας άλλος πλειοδότης, πιο γενναιόδωρος, έδωσε στο κράτος για τον ίδιο φόρο 36 τάλαντα, δεν γνωρίζουμε όμως το ποσό που κέρδισε. Επειδή ο σχετικός φόρος ήταν 2% επί της αξίας των διακινηθέντων προϊόντων, μπορούμε να υπολογίσουμε τη συνολική τους αξία. Κόστιζαν γύρω στα 1.800-2.000 τάλαντα, ποσό που ισοδυναμούσε περίπου με 1.000.000-1.200.000 μεροκάματα.
Σε δύσκολες οικονομικές καταστάσεις εξυπακούεται ότι δεν υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον για συμμετοχή στους δημόσιους αυτούς διαγωνισμούς.
Ετσι το κράτος έπρεπε το ίδιο να φροντίσει για την είσπραξη των φόρων.
Μια σχετική ιστορία, η οποία συνέβη κατά τη φορολογική μεταρρύθμιση του 378-377 π.Χ., είναι ενδεικτική. Πρωτοστατεί ο Ανδροτίων Ανδρωνος, ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο της αθηναϊκής δημόσιας ζωής.
Πρότεινε στους Αθηναίους τρεις τρόπους για να γεμίσουν το κρατικό ταμείο. Ο ένας ήταν να βάλουν χέρι στα ιερά τους και να λιώσουν τα χρυσά αφιερώματα που υπήρχαν σ΄ αυτά κόβοντας στη συνέχεια χρυσά νομίσματα.
Ο άλλος ήταν να επιβάλουν έκτακτους φόρους και ο τρίτος να κυνηγήσουν τους φοροφυγάδες. Οπως ήταν αναμενόμενο, προτιμήθηκε η τρίτη λύση.
Ο ίδιος ο Ανδροτίων έπεισε τους Αθηναίους να τον ορίσουν φορο- εισπράκτορα που θα αναλάμβανε να εισπράξει τη φοροδιαφυγή, κάτι που τελικά και έκανε, όχι όμως με ιδιαίτερη επιτυχία, αν και χρησιμοποίησε καταπιεστικά και ενίοτε απάνθρωπα μέσα.
Εισορμούσε με τους μπράβους του σε σπίτια οφειλετών σπάζοντας τις πόρτες και κάνοντας τα στρώματα των κρεβατιών άνω-κάτω προκειμένου να εντοπίσει τυχόν κρυμμένους θησαυρούς, βασάνιζε πολίτες για να εισπράξει ακόμη και... πενταροδεκάρες.
Εντρομοι οι ένοικοι εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και πηδώντας από στέγη σε στέγη ζητούσαν καταφύγιο σε γειτονικά τους πρόσωπα.
Ο ίδιος ο Ανδροτίων δεν ήταν ένα άμεμπτο δημόσιο πρόσωπο, όπως δηλαδή συμβαίνει και με σημερινούς φοροεισπράκτορες.