H Εκκλησία, o «πολύτιμος» εθνικός ρόλος της και η «συμβολή» της στην παιδεία και την επιστήμη – Απλά μαθήματα θρησκευτικού χαμαιλεοντισμού
«Είναι εκπληκτικό, πώς μέσα σε λίγα χρόνια μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους η Εκκλησία κατόρθωσε να πείσει για τον δικό της πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιδέα του έθνους και να τον επιβάλει στη διδασκαλία της ιστορίας στην εκπαίδευση.Ταυτίστηκε μάλιστα τόσο με την ιδέα αυτή ώστε να κατακεραυνώνει όσους της αμφισβητούσαν την πρωτοκαθεδρία στους εθνικούς αγώνες. Βέβαια αυτός ο εναγκαλισμός Ορθοδοξίας και εθνικισμού μετά από τον 19ο αι. και εξής συνέβη με όλες τις βαλκανικές χώρες, και δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να απορούμε.
Αν η Εκκλησία δεν είχε την τεχνογνωσία της προσαρμογής σε διαδοχικές εξουσίες και καταστάσεις, δεν θα είχε επιβιώσει επί δύο χιλιετίες. Και από την άποψη ενός θεσμού με δισχιλιετή ιστορία, ένα κράτος όπως το ελληνικό, που δεν συμπλήρωσε ακόμη ούτε 200 χρόνια ύπαρξης, δεν είναι παρά επεισόδιο στη ζωή του».
Παράξενος, γιατί η ιστορία διδάσκει πως στα καθ’ ημάς τουλάχιστον η Εκκλησία όχι μόνο δεν «συμπλήρωσε» τον ελληνισμό, όχι μόνο δεν βοήθησε στην εθνική αφύπνιση και απελευθέρωση του ελληνικού λαού από την τυρρανία του σουλτάνου, αλλά και πολέμησε με όλες της τις δυνάμεις αυτή την αφύπνιση και απελευθέρωση, και, μετά τη δημιουργία ελληνικού κράτους, καπηλεύτηκε πρόστυχα τους αγώνες του ελληνικού λαού.
Χριστιανοί απολογητές
Καταρχάς, αξίζει να σταθούμε στο σφετερισμό της εβραϊκής παράδοσης (Π. Διαθήκη) από τους πρώτους χριστιανούς απολογητές, οι οποίοι , στην προσπάθειά τους να αποδείξουν την αρχαιότητα και άρα την ανωτερότητα του χριστιανισμού από την ελληνορωμαϊκή παράδοση (!), ερμήνευσαν τις ιστορίες για τον Ιησού ως εκπλήρωση των βιβλικών προφητειών.
ίσως βρεθούν σε αδιέξοδο, αν μάθουν ότι:
Ο Κωνσταντίνος κατάλαβε ότι η πρακτική των διωγμών δεν ήταν προς όφελος της ανερχόμενης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ από την πλευρά της η χριστιανική θρησκεία εξασφάλιζε «ισχυρό ηθικό έρεισμα στην αυτοκρατορική απολυταρχία»
(G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, εκδ. Βασιλόπουλος, τ.Α’, σ. 107).
Ένας ο βασιλιάς στον ουρανό, ένας ο βασιλιάς στη γη!
Χαρακτηριστική άλλωστε είναι η προσπάθεια του Ευσέβειου Καισαρείας να παρουσιάσει τον Κωνσταντίνο «ως την επίγεια εικόνα του θείου Λόγου» (Καρπόζηλος, στο ίδιο, σελ. 63).
Την ίδια περίοδο θεσπίζονται μία σειρά μέτρα, μεταξύ των οποίων «η απαλλαγή του κλήρου από πάσης φύσεως φορολογία ή πολιτική και στρατιωτική υπηρεσία προς το κράτος», [...] καθώς επίσης «η αναγνώριση του δικαιώματος της εκκλησίας να έχει ιδιοκτησία και να δέχεται δωρεές» (Καρπόζηλος, στο ίδιο, σελ. 71).
Ο φιλέλληνας ποιητής Πέρσυ Σέλεϋ, γράφει χαρακτηριστικά για τον Κωνσταντίνο:
Επειδή όμως κοντά στον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα, η Εκκλησία φρόντισε να «αγιοποιήσει» και να «τιμήσει» (επίσης στις 21 Μαΐου) και την μητέρα του, Ελένη (ηθικός συναυτουργός στην δολοφονία της νύφης της), η οποία ως φαίνεται, ασκούσε το αρχαιότερο επάγγελμα στο πανδοχείο της, μέχρι την στιγμή που γνώρισε τον πατέρα του Μέγα Κωνσταντίνου, Κωνστάντιο. Ένας άλλος άγιος μάλιστα, ο άγιος Αμβρόσιος είχε αναφέρει χαρακτηριστικά, πως «ο Χριστός την περιμάζεψε από την κοπριά».
Ο Άγγελος Βλάχος στις αναμνήσεις του ως πρόξενου στα Ιεροσόλυμα («Μια φορά κι ένα καιρό»-εκδ.Εστία) γράφει: «Όταν διαβάζει κανείς το χρονικό (απόκρυφο υποθέτω) της ανακαλύψεως του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη, φρικιά με τα απάνθρωπα βασανιστήρια που μεταχειρίστηκε η Αγία για να αναγκάσει τρεις Εβραίους να της αποκαλύψουν το μέρος όπου είχαν κρύψει το Τίμιο Ξύλο. Τρεις μέρες τους βασάνιζε κάνοντας το χριστιανικό της χρέος και, αν θυμούμαι καλά, τους θανάτωσε όταν της είπαν την αλήθεια, όχι βέβαια για να τους απαλλάξει ευσπλαχνικά από την ζωή, αφού τους είχε σπάσει τα κόκαλα και τους είχε παντοιοτρόπως τσουρουφλίσει, αλλά για να τους τιμωρήσει».
Η ένταση των αποκαλυπτικών αναμονών δημιούργησε απτά γεγονότα.
Ο παροξυσμός του μαρτυρίου είναι ένα από αυτά. Ο κόσμος των ιδεών και των παραστάσεων των νεομαρτύρων παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με αντιλήψεις των χρησμολόγων.
Υπήρξαν κινήματα, όπως του (Μητροπολίτη Λάρισσας) Διονυσίου του Φιλοσόφου (ή Σκυλοσόφου, κατά την εκκλησία, που τον αφόρισε για την επαναστατική του δράση), που ελαύνονταν από παρόμοιες εσχατολογικές αντιλήψεις.
Αυτόν τον κόσμο δεν μπορούσαμε να τον δούμε παλαιότερα, αρχικά εξαιτίας της αναδρομικής προβολής επάνω του της εθνικής ιδέας και στη συνέχεια επειδή υπερεκτιμήθηκε η εμβέλεια του Διαφωτισμού.
Διεύρυνε, δηλαδή, τον κύκλο όσων διαπίστωναν την πλήρη ανεπάρκεια των παλαιών κωδίκων για την ανάγνωση του κόσμου και την ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου κώδικα.
Αυτή η μετάβαση από το ένα σύστημα σκέψης στο άλλο, δηλαδή από την αποκάλυψη και τη θεωρία των τεσσάρων αυτοκρατοριών στην αναβίωση του αρχαίου έθνους και από την προεγγραφή των γεγονότων στην ακολουθία αιτίας – αποτελέσματος, ήταν η αναγκαία συνθήκη ώστε να γίνει το πέρασμα και στην ιδέα του έθνους.
Η αναδίφηση των παλιών αποκαλυπτικών κειμένων αυτής της εποχής δείχνει ότι τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά από την εικόνα συμπόρευσης Εκκλησίας και εθνικού απελευθερωτικού πνεύματος.
Βαθμιαία η Εκκλησία αυτονομήθηκε και υποκατέστησε συμβολικά την αυτοκρατορία.
Σε μικρούς αυτοκράτορες μεταμφιέστηκαν από τότε και οι ορθόδοξοι επίσκοποι. Η αυτονόμηση της Εκκλησίας φυσικά διευκολύνθηκε και από την ενωτική πολιτική των Παλαιολόγων και ο θρίαμβος των Τούρκων επισφράγισε τη νίκη των Ανθενωτικών. Με την Άλωση η Εκκλησία απελευθερώθηκε από τον σφιχτό εναγκαλισμό της χριστιανικής εξουσίας.
Είναι βέβαια αναμφισβήτητες αλήθειες οι συχνές βιαιοπραγίες κατά υποδούλων χριστιανών λόγω θρησκευτικού φανατισμού, καθώς και οι εξισλαμισμοί και το παιδομάζωμα.
Πρέπει όμως να γίνει κατανοητό ότι οι οθωμανικές αρχές δεν επιθυμούσαν σε καμία περίπτωση τον μαζικό εξισλαμισμό των χριστιανών, μιας και κάτι τέτοιο «θα είχε ως συνέπεια την ανατροπή του κοινωνικού και οικονομικού καθεστώτος, το οποίο, όπως είναι γνωστό, στηριζόταν στην εκμετάλλευση των υποδούλων»
Το νέο και σημαντικότατο στοιχείο στην όλη διαδικασία ήταν
«Το ελληνικό έθνος ως “διαμορφωμένη οντότητα” δεν υπάρχει την εποχή της πτώσης της Κωνσταντινούπολης ούτε τους επόμενους δύο αιώνες. Διαμορφώνεται σταδιακά ανάμεσα στο 1770 και το 1820 από τμήματα τριών εθνοπολιτισμικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: των Ρωμιών, των Αρβανιτών και των Βλάχων υπό την ιδεολογική ηγεμονία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και υπό την ηγεσία τριών κοινωνικών κατηγοριών (λογίων, έμπορων, οπλαρχηγών). Η αντίληψη ότι υπήρχε ελληνικό έθνος υπόδουλο επί 400 χρόνια στους «Τούρκους» και ότι η Εκκλησία διαφύλαξε την ελληνικότητα και την εθνική συνείδηση των «υπόδουλων Ελλήνων», εκτός του ότι είναι ιστορικά ανακριβής στην πραγματικότητα αποτελεί ιδεολογική προπαγανδιστική κατασκευή του ελληνικού κράτους, το οποίο την περίοδο 1830-1930 προσπαθεί να διαμορφώσει την εθνική μυθολογία του» (Χ. Κάτσικας-Κ. Θεριανός, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, εκδ. Σαββάλας, σ. 14-5).
Στην πραγματικότητα, στάση της Εκκλησίας ήταν η μοιρολατρία και υποταγή απέναντι στον Σουλτάνο, την οποία και ενστάλλαζε στους πιστούς. Στο ερώτημα «γιατί ο Θεός εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη», η απάντηση των θεολόγων και της Εκκλησίας «απηχούσε την εβραιοχριστιανική θεοκρατική αντίληψη της ιστορίας»:
ο Θεός τιμωρεί τους χριστιανούς για τις αμαρτίες τους (Χ. Πατρινέλης, στο ίδιο, σ. 95).
«Η ερμηνεία αυτή, που έγινε πια κοινή πεποίθηση μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και που με μικρές παραλλαγές –και λίγες εξαιρέσεις– κυριάρχησε στις συνειδήσεις σε όλη την τουρκοκρατία, υπαγόρευσε και τη στάση της Εκκλησίας απέναντι στην κυρίαρχη τουρκική εξουσία, στάση νομιμοφροσύνης και υποταγής, αφού μάλιστα ο αλλόθρησκος δυνάστης έδινε επίσημες εγγυήσεις για το απαραβίαστο της Εκκλησίας και για την ελευθερία της λατρείας. [...] Άλλωστε οι έννοιες πολιτική ελευθερία, κοινωνική πρόοδος και ευημερία, ελεύθερη πνευματική ζωή, προαγωγή γενικά του πολιτισμού ήταν είτε ανύπαρκτες ακόμη στην Ανατολή, είτε ξένες ή τουλάχιστον δευτερεύουσας σημασίας για την Εκκλησία» (Πατρινέλης, στο ίδιο, σελ.95-6).
Αρκεί να θυμηθούμε ότι η ίδια ραγιάδικη συμπεριφορά με την γελοία αιτιολογία, αναπαράγεται από την Εκκλησία μέσω της επαίσχυντης «Πατρικής Διδασκαλίας», παραμονές της Επανάστασης:
«Το 1798 τυπώθηκε επίσης στο πατριαρχικό τυπογραφείο και κυκλοφόρησε η «Πατρική Διδασκαλία» για να πληροφορηθούν οι ανήσυχοι ραγιάδες ότι «ο άπειρος εν ελέει και πάνσοφος ημών Κύριος…ύψωσε την βασιλείαν αυτήν των Οθωμανών περισσότερον από κάθε άλλην, διά να αποδείξει αναμφιβόλως ότι θείω εγένετο βουλήματι…» [...] Οι πατριάρχες και η ιεραρχία καθώς επίσης και οι φαναριώτες … και γενικά η παραδοσιακή ηγεσία του Ελληνισμού θεωρούσε ως άρθρο πίστεως την ανάγκη ειρηνικής συνυπάρξεως του Γένους με την κυρίαρχη οθωμανική πολιτεία. Οι εθνικιστικές ιδέες … δεν είχαν αγγίξει ή δεν είχαν πείσει ακόμη τη συντηρητική ηγεσία του Γένους» (Χ. Πατρινέλης, «Οι Σχέσεις της Εκκλησίας με την Οθωμανική Πολιτεία», στην Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, τ.ΙΑ, σ.125-6).
Η δικαιολογία ότι η δουλική αυτή στάση της Εκκλησίας ήταν προϊόν εκβιασμού του Σουλτάνου, και ότι υπαγορευόταν από την επιθυμία της να σώσει το ποίμνιο από την τουρκική εκδικητικότητα, ακόμα κι αν ευσταθεί, είναι εντελώς ασύμβατη με την εικόνα μιας Εκκλησίας, η οποία στα χρόνια της σκλαβιάς υποτίθεται πως έπλαθε αδούλωτες ψυχές και ενστάλλαζε το φρόνημα της ελευθερίας. Το εντελώς ανάποδο!
Όπως θα δούμε και πιο κάτω, ακόμα και οι προοδευτικές ιδέες στον τομέα επιστημών ή η στροφή στα ιδεώδη των αρχαίων Ελλήνων, κυνηγήθηκαν με μένος από την Εκκλησία, παρόλο που η οθωμανική εξουσία για τα ίδια θέματα αδιαφορούσε (και άρα δεν ετίθετο ζήτημα ανωτέρας βίας).
«Αυτή η προοδευτική πνευματική κίνηση βρίσκει αντίθετο το Πατριαρχείο, το οποίο το 1819 με πατριαρχική εγκύκλιο αποδοκιμάζει τον πρακτικό προσανατολισμό των σπουδών και ζητάει την απομάκρυνση των προοδευτικών διανοουμένων απ’ τα σχολεία. Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, το Πατριαρχείο συγκαλεί σύνοδο με την οποία καθαιρεί τα φιλοσοφικά γράμματα απ’ αυτά τα σχολεία και ζητά με επιστολές να φύγουν οι Κ. Κούμας, Β. Λέσβιος, Ν. Βάμβας, Θ. Καΐρης από τα σχολεία και τις πόλεις. Οι συνθήκες που θα έδιναν μια προοδευτική εκπαίδευση εναρμονισμένη με τις ανάγκες της εποχής ανατράπηκαν πριν συσταθεί το ελληνικό κράτος» (Χ. Κάτσικας-Κ. Θεριανός, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, εκδ. Σαββάλας, σ. 20).
«Η Εκπαίδευση», στην Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, τ. ΙΑ’, σ. 308).
Χαρακτηριστικός είναι ο διωγμός από την Εκκλησία του Μ. Ανθρακίτη. Η Εκκλησία, με τη διδασκαλία των μαθηματικών και της γεωμετρίας από τον Ανθρακίτη, φοβόταν μήπως χάσει αυτή τον κυρίαρχο ρόλο που έπαιζε στην παιδεία του τόπου:
« Η επέμβαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτέλεσε στην ουσία μία θεαματική επίδειξη ισχύος του κατασταλτικού μηχανισμού της Εκκλησίας και ταυτόχρονα μια προειδοποίηση, προς όλους τους νεωτεριστές λόγιους της εποχής, για την τύχη που τους περίμενε αν παρέκκλιναν από τα εσκαμμένα» (Στ. Λαμνής, Τα Μαθηματικά και ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός επί Τουρκοκρατίας, εκδ. ΔΙΟΝ, σ.76).
Το πόσο συνετέλεσε η Εκκλησία στη διάδοση των Επιστημών και των Γραμμάτων του Γένους, το μαρτυρά η «Χριστιανική Απολογία» του Αθ. Πάριου, γραμμένη στα 1800:
Οι ελληνορθόδοξοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, χρήσιμο είναι να μάθουν επίσης την επίσημη στάση της Εκκλησίας απέναντι στους ευκλεείς προγόνους. Π.χ., ο «άγιος» Αθ. Πάριος, το 1802 «κατηγορεί τον Σωκράτη για τα ήθη του». Και «καμιά δωδεκαριά χρόνια αργότερα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Κύριλλος Ζ’, εξέφραζε στον Κούμα την απορία του πώς οι λόγιοι του καιρού προτιμούσαν τον Θουκυδίδη και τον Δημοσθένη από τον Συνέσιο και από τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό» (Κ. Θ. Δημαράς, «Το Σχήμα του Διαφωτισμού», στην Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, τ. ΙΑ’, σελ. 351).
Αξίζει να αναφέρουμε μία ειδική περίπτωση από το χώρο των φυσικών επιστημών.
Μέχρι και την Απελευθέρωση (αλλά και λίγο αργότερα), η Εκκλησία πολέμησε με μανία τη διδασκαλία του ηλιοκεντρικού συστήματος, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με την Αγία Γραφή (!!!) και το αριστοτελικό κοσμοείδωλο. Η εμμονή αυτή προκαλούσε το σαρκασμό του Β. Λέσβιου, απαντώντας πως «η φιλαυτία του ανθρώπου και η δύσληψις και όχι άλλο, είναι το αίτιον της ακινησίας της γης». Οι βολές του στρέφονται –με υπονοούμενο- στους εκκλησιαστικούς παράγοντες («επιστηθίους του Θεού») , οι οποίοι εκμεταλευόμενοι την ευπιστία και ευσέβεια του απαίδευτου λαού, «όταν αδυνατούν να αντισταθούν φυσικώς εις ένα πεπαιδευμένον, αφήνουν τα φυσικά όπλα και πιάνουν τα θεία» (Η Ελλ. Φιλοσοφία από το 1453 ως το 1821, βλ. παραπάνω, σ. 366).
Το αστείο είναι ότι και μετά την Απελευθέρωση οι υπέρμαχοι της θρησκείας συνέχισαν ως ένα βαθμό το βιολί τους. Ας σημειωθεί εδώ η αποστροφή του λαϊκού ιεροκήρυκα Κοσμά Φλαμιάτου (1786-1852) για το κοπερνίκειο σύστημα και τις θεωρίες του Νεύτωνα, τις οποίες και αντιλαμβανόταν στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας συνωμοσίας και ραδιουργίας της Αγγλίας, που στόχο έχει τον αφανισμό της Ορθοδοξίας [σ.σ. η λογική του μήπως σας θυμίζει κάποιους;] (Μακρίδης , Β. , «Ορθόδοξη Εκκλησία και κοπερνίκειο κοσμοείδωλο στον ελληνικό χώρο μετά το 1821 και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα» , στο: Η Επιστημονική Σκέψη στον Ελληνικό Χώρο – 18ος-19ος αι. (Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε. , εκδ. Τροχαλία , 1998, σ. 218).
« Η ημετέρα Εκκλησία… δεν κατεδίωξέ ποτέ Κοπερνίκους και Γαλιλαίους… ουδ’ εξεδόθη ποτέ εν αυτή εγκύκλιος και σύλλαβος κατά της επιστήμης και των προόδων αυτής. Οι κληρικοί ημών, ταύτα έχοντες υπ’ όψιν και συνεχίζοντες τας ωραίας παραδόσεις της ελληνικής Εκκλησίας, πρέπει να εξακολουθώσιν αγαπώντας πάντοτε την επιστήμη» (Μακρίδης, στο ίδιο, σ.224).
Δεδομένου ότι πολλοί εθνικιστές έχουν σε εκτίμηση το πρόσωπο και το έργο του Δ. Λιαντίνη (του καθηγητή που αυτοκτόνησε στον Ταΰγετο το 1998), ας διαβάσουν τι λέει για τον Πατριάρχη:
«Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’; Είναι εκείνος που σύνταξε το κείμενο του αφορισμού στα 1799. Και η εκκλησία το βρόντηξε αργότερα στην ανθρωπιά του Καΐρη. [...] Είναι ο ίδιος που αφόρισε τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς. [...] Θα μου ειπείς πως τον εκρέμασε ο Σουλτάνος. Θα σου ειπώ, μα πώς αλλιώς λοιπόν; Επρόδωσε την καταχθόνια συμφωνία τους. Εκοιμήθηκε. Και χωρίς να το νιώσει άφηκε να ξεσφίξει η θηλειά στο λαιμό του ραγιά. [...] Είναι αυτός που στα 1819 με πατριαρχικό φιρμάνι απαγόρεψε στους παπάδες να βαφτίζουν τα παιδιά μας με ονόματα ελληνικά. Καταλαβαίνεις τι σου λέω, τίμιε αναγνώστη; [...] Είναι ο Πατριάρχης που έσκασε από το κακό του, γιατί τον εμπόδισαν και δεν επρόφταξε να αφορίσει το Ρήγα. Το μεγαλομάρτυρα Ρήγα» (Δ. Λιαντίνης, Γκέμμα, εκδ. Βιβλιογονία, σελ.122).
Ο μύθος του ελληνοχριστιανισμού και του «Θεού της Ελλάδος» απαιτούσε για την Επανάσταση, μια ιερή ημερομηνία όπως αυτή του Ευαγγελισμού, ένα μοναστήρι και έναν επίσκοπο και τα στρίμωξε όλα αυτά σε ένα παραμύθι που μπάζει από παντού.
Είναι γνωστό, πως σε προγενέστερες ημερομηνίες είχαν ξεσηκωθεί τα Καλάβρυτα, η Βοστίτσα, η Καρύταινα, η Καλαμάτα, το Γύθειο, τα Σάλωνα και ο Πραστός.
Ο καθηγητής Απ. Β. Δασκαλάκης ομολογεί: “…ουδέν επαναστατικόν γεγονός εσημειώθη εν τη Μονή της Αγίας Λαύρας. Κατά την 25ην Μαρτίου ουδείς ευρίσκετο εν Λαύρα…” “Πως εκηρύχθη η Επανάστασις εις την Πελοπόννησον”. “Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά”, 1962″).
Η αντίρρηση που πιθανότητα θα προβάλει από τον παραπάνω ισχυρισμό, είναι τα παραδείγματα ιερέων με φωτισμένα μυαλά και αγωνιστικό πνεύμα (όπως ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος).
Οι περιπτώσεις όμως αυτές δεν αναιρούν την επίσημη στάση της Εκκλησίας, ούτε ελαφρώνουν τη θέση της. Πάντοτε επίσημη γραμμή της Εκκλησίας ήταν και είναι να πηγαίνει με το νικητή (όποιος κι αν είναι), και να επικαλείται σαν πρόσχημα ότι το κάνει για το καλό του ποιμνίου της. Οι εξαιρέσεις υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αλλά και για να αποτελούν ένα ικανό άλλοθι στην αλλαγή στρατηγικής (π.χ. στη μεταμόρφωση από υπηρέτη του Σουλτάνου σε απελευθερωτή του έθνους).
Κανείς δεν έχει δικαίωμα να ψέξει την Εκκλησία για την τακτική και τη διπλωματία της, που φυσικά άλλο στόχο δεν έχει από το να ευημερεί και να αυξάνει τη δύναμη της.
Έχει όμως κάθε δικαίωμα να της ασκεί κριτική, όταν αυτή μπαίνει σε ξένα χωράφια, και διεκδικεί από την ιστορία χρυσές σελίδες με ξένα κόλυβα, είτε –στην ανάγκη – κατασκευάζει τη δική της εκδοχή της ιστορίας.