Μέσα σε μια κατάφυτη κοιλάδα από όπου περνάει ο δρόμος που οδηγεί στην τεχνητή λίμνη Πλαστήρα στη Δυτική Θεσσαλία στεκόταν ο χαμηλός στενόμακρος γήλοφος που κάλυπτε τον ναό.
Βρίσκεται 14 χιλιόμετρα δυτικά της Καρδίτσας και περίπου δύο χιλιόμετρα από το χωριό Μητρόπολη που είναι κτισμένο επάνω στην ομώνυμη αρχαία πόλη.
Ο λόφος με τον ναό ήταν στη θέση Λιανοκόκκαλα και σε συνδυασμό με την ύπαρξη και άλλων τύμβων στην περιοχή είχε γίνει η σκέψη μήπως εκεί ήταν το νεκροταφείο της αρχαίας Μητρόπολης.
Η Ελλάδα όμως είναι γεμάτη αρχαία νεκροταφεία χωρίς να διαθέτει και ανάλογο αριθμό αρχαιολόγων για να τα ερευνήσουν.
Ετσι η έρευνα στον χαμηλό λόφο που υπήρχε πιθανότητα να σκέπαζε κάποιους τάφους κρίθηκε ότι θα μπορούσε να περιμένει.
Οι αρχαιοκάπηλοι όμως είχαν διαφορετική γνώμη και πρόλαβαν τους αρχαιολόγους.
Τα ίχνη από τα παράνομα σκαψίματα οδήγησαν στην επέμβαση των αρχαιολόγων ενώ οι κεραμίδες κορινθιακού τύπου που βρέθηκαν στα σημεία όπου είχαν σκάψει οι αρχαιοκάπηλοι δημιούργησαν την υποψία πως ίσως κάτω από τον λόφο να κρύβεται κάτι μεγαλύτερο από απλούς τάφους.
Ισως υπήρχε εδώ κάποιο δημόσιο κτίριο της αρχαίας Μητρόπολης.
Ετσι ξεκίνησε η ανασκαφή με ένα μικρό συνεργείο σε αναζήτηση κάποιου αρχαίου κτιρίου τον Ιούνιο του 1994.
Σύντομα άρχισαν να φανερώνονται πεσμένες στο χώμα οι πρώτες κολόνες από το νότιο πτερό και οι σωζόμενοι τεράστιοι γωνιόλιθοι των ορθοστατών του δυτικού τοίχου επιβεβαιώνοντας τις υποθέσεις των αρχαιολόγων ότι το εύρημα δεν ήταν ένα από τα συνηθισμένα για την περιοχή αρχιτεκτονικά λείψανα αλλά ένα δημόσιο κτίριο με μνημειακή μορφή.
Στο τέλος της πρώτης ανασκαφικής περιόδου άρχισε να αποκαλύπτεται ότι δεν επρόκειτο για δημόσιο κτίριο αλλά για έναν αρχαϊκό ναό ο οποίος κάποτε στην αρχαιότητα είχε καταστραφεί από πυρκαϊά.
Ο ναός βρέθηκε έτσι όπως τον «πλάκωσε» η στέγη του όταν κατέρρευσε υποχωρώντας στη δύναμη της μεγάλης φωτιάς. Ολα τα μέλη του, οι λίθινοι κίονες και τα κιονόκρανα, αλλά και οι στυλοβάτες και οι τοίχοι του κτιρίου, ακόμη και το λατρευτικό άγαλμα, όλα έμειναν πεσμένα στο χώμα κάτω από το πυρακτωμένο στρώμα που σχηματίστηκε από τις καμένες κεραμίδες της στέγης. Στη σκιά μιας τραγικής και απροσδιόριστης στιγμής της Ιστορίας, τα ερείπια ενός αρχαϊκού ναού που λειτούργησε ως τον 2ο αι. π.Χ. έμειναν εκεί σαν σφραγισμένα από την καταστροφή, κρατώντας ένα θησαυρό από σημαντικές μαρτυρίες.
Ετσι άρχισε να αποκαλύπτεται ο ναός.
Λειτουργία πέντε αιώνων
Ο ναός κτίστηκε στο δεύτερο τέταρτο του 6ου π.Χ. αι. και καταστράφηκε από φωτιά κάποτε στα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα. Αρχικά ο ναός ήταν ξύλινος, στη συνέχεια όμως το ξύλο αντικαταστάθηκε από μαλακό τοπικό ψαμμόλιθο και ωμά και ψημένα πλιθιά.
Στη στέγη είχε κορινθιακά κεραμίδια. Ολα τα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, εκτός φυσικά από τα ξύλινα, βρέθηκαν στη θέση που τα έριξε η μεγάλη φωτιά.
Ενα υλικό ανεκτίμητης αξίας για τον αρχαιολόγο του 20ού μ.Χ. αι. που θα είχε την τύχη να αποκρυπτογραφήσει τα μυστικά που κρύβουν οι πεσμένες πέτρες.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ναός άρχισε να κτίζεται την εποχή ακριβώς του «ξυπνήματος» του αρχαϊκού κόσμου για το πέρασμά του στη μεγάλη τέχνη των κλασικών χρόνων. Πρόκειται με άλλα λόγια για ένα ναό του οποίου η λειτουργία κράτησε πέντε εξαιρετικά κρίσιμους αιώνες της ελληνικής αρχαιότητας και στο διάστημα αυτό το κτίριο υπέστη επισκευές αλλά και σοβαρότατες μετατροπές των οποίων τα ίχνη είναι σήμερα αναγνώσιμα από τους αρχαιολόγους.
Προτού όμως προχωρήσουμε στις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες που δίνει ο ναός, χρειάζεται να σταματήσουμε στην αρχαία Μητρόπολη που βρίσκεται κάτω από τη σύγχρονη κωμόπολη με το ίδιο όνομα. Βρίσκεται, όπως αναφέρθηκε, 12 χλμ. δυτικά της Καρδίτσας. Φαίνεται πως κάποτε στην αρχαιότητα υπήρχε σε αυτή τη θέση μια άσημη πόλη η οποία αργότερα ενώθηκε με άλλα επίσης άσημα χωριά της περιοχής σε μία πόλη που ονομάστηκε Μητρόπολη.
Η παλαιότερη αναφορά της Μητρόπολης γίνεται σε επιγραφή από τους Δελφούς και χρονολογείται το 358 π.Χ., λέει ο κ. Ιντζεσίλογλου, ο οποίος συνεχίζει λέγοντας ότι με την πάροδο του χρόνου η Μητρόπολη ισχυροποιήθηκε και έγινε ένα από τα σπουδαιότερα αστικά κέντρα της Θεσσαλίας.
Ανήκε στην τετράδα της Εστιαιώτιδος που βρισκόταν στο ΒΔ τμήμα του Θεσσαλικού Κάμπου και απλωνόταν σε μεγάλη έκταση.
Από παραστάσεις σε νομίσματα της πόλης είναι γνωστό ότι στη Μητρόπολη λατρευόταν ο Απόλλωνας, η θεότητα δηλαδή στην οποία ήταν αφιερωμένος ο ναός.
Αντίθετα με την ιστορία της αρχαίας Μητρόπολης η οποία είναι γνωστή από τις λίγες αρχαιότητες που κάθε τόσο έρχονται στο φως στο σύγχρονο χωριό Μητρόπολη, ο ναός που ανασκάφηκε στα Λιανοκόκκαλα δίνει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για την ιστορία του.
Η αποκάλυψη του ναού σε όλη του την έκταση ολοκληρώθηκε πέρυσι και θεωρείται από τα σημαντικότερα ευρήματα των τελευταίων χρόνων. Αλλωστε «ένας αρχαϊκός ναός αυτού του μεγέθους με το λατρευτικό άγαλμα στη θέση του και με τόσες αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες όσες παρουσιάζει το μνημείο δεν είναι από τα συνηθισμένα ευρήματα στον θεσσαλικό χώρο» λέει ο ανασκαφέας.
Οι αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες
Παρά την καταστροφή, ο ναός διατηρήθηκε σε μήκος 30,68 μ. στον στυλοβάτη του νότιου πτερού και είναι πολύ πιθανόν το συνολικό μήκος του να έφθανε τα εκατό πόδια και να ήταν ένας εκατόμπεδος δωρικός περίπτερος ναός.
Το πλάτος του ήταν 13,75 μ. και το ύψος του θα έφθανε γύρω στα 4,30 μ. όπως μπορεί να υπολογισθεί από ένα κιονόκρανο που βρέθηκε όπως ακριβώς έπεσε, με τα τύμπανα το ένα πίσω από το άλλο.
Ο πρώτος ναός ήταν ξύλινος και με την πάροδο του χρόνου σταδιακά άρχισαν να αντικαθίστανται τα μέλη του από ντόπιο ψαμμόλιθο. Οι μετατροπές αυτές θα πρέπει να έγιναν σε μεγάλο χρονικό διάστημα και γι' αυτό υπάρχουν έντονες διαφορές στο πάχος των κιόνων, στα μεγέθη των τυμπάνων και ακόμη και στα κιονόκρανα.
Οταν έφθασε η στιγμή της καταστροφής με τη φωτιά φαίνεται πως ο θριγκός και τα δοκάρια της στέγης ήταν ακόμη ξύλινα.
Ετσι τα υψηλότερα σημεία του κτιρίου τα οποία κρατούσαν και όλο το βάρος κάηκαν προκαλώντας την κατάρρευση της στέγης. «Το γεγονός ότι δεν βρίσκουμε λίθινα μέλη από τον θριγκό μάς οδηγεί στη σκέψη ότι ο θριγκός όπως άλλωστε και τα δοκάρια δεν πρόλαβαν να αντικατασταθούν με λίθο όπως οι κίονες» λέει ο κ. Ιντζεσίλογλου και εξηγεί ότι ένα από τα πράγματα που θα περίμενε κανείς να βρει σε ένα δωρικό ναό αυτού του μεγέθους είναι τμήματα του θριγκού με τρίγλυφα και μετόπες.
Η παντελής απουσία τους εξηγείται μόνο αν ήταν από ξύλο.
Οπως ήδη φάνηκε, ο ναός αυτός είναι εξαιρετικά σημαντικός για την ιστορία της αρχιτεκτονικής καθώς παρουσιάζει πολλές και εντυπωσιακές ιδιαιτερότητες.
Είναι, όπως είπαμε, δωρικός, ωστόσο όμως οι ακμές και οι ραβδώσεις των κιόνων του δεν φθάνουν ως τη βάση της κολόνας, όπως συμβαίνει στους δωρικούς κίονες, αλλά σταματάνε περίπου 15 εκ. υψηλότερα από την επιφάνεια του στυλοβάτη.
Καθώς όμως η μελέτη των ευρημάτων συνεχίζεται, βρέθηκαν και άλλα ενδιαφέροντα.
Στο ανατολικό τμήμα του ναού, εκεί όπου ήταν η είσοδος και το κύριο τμήμα του, εντοπίστηκαν θραύσματα ορισμένων κιόνων με δύο αλλεπάλληλα στεφάνια (τόρους) στη βάση τους, πράγμα που δείχνει ότι ίσως αυτό το μέρος του ναού να είχε διαφορετικούς κίονες από το υπόλοιπο.
Ακόμη πιο εντυπωσιακές όμως είναι οι ιδιαιτερότητες στα κιονόκρανα.
Αν και δωρικού ρυθμού, τα κιονόκρανα του ναού φέρουν ανάγλυφη διακόσμηση.
Ολόκληροι οι εχίνοι των κιονοκράνων είναι σκεπασμένοι με παράσταση ανθεμίων και μισανοιγμένων ανθέων.
Οπως είναι γνωστό, ο εχίνος είναι το κυρίως τμήμα του κιονοκράνου δωρικού ρυθμού.
Είναι, δηλαδή, το τμήμα που αρχίζει εκεί όπου τελειώνει η κολόνα και φθάνει ως το επιστήλιο. Αρχικά στους ξύλινους ναούς η καμπύλη του εχίνου ήταν πολύ έντονη υποδηλώνοντας το βάρος των δοκαριών και της στέγης που στηρίζονταν επάνω τους.
Με τον χρόνο και όταν πια άρχισαν να χρησιμοποιούν πέτρα και μάρμαρο η καμπύλη μειωνόταν ώσπου τελικά έγινε ευθεία γραμμή στους μεταγενέστερους ναούς και ο εχίνος απέκτησε κωνικό σχήμα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των τροποποιήσεων του εχίνου με την πάροδο του χρόνου υπάρχει στα κιονόκρανα του Ηραίου της Ολυμπίας.
Τέλος, εκτός από το σχήμα, κάνει εντύπωση η ανάγλυφη διακόσμηση στους δωρικούς αυτούς εχίνους. «Ως τώρα διακοσμημένοι εχίνοι έχουν βρεθεί μόνο στον ναό της Ηρας στην Ποσειδωνία της Κάτω Ιταλίας» λέει ο κ. Ιντζεσίλογλου και προσθέτει ότι εκεί είναι σκαλισμένο με ανθέμια μόνο ένα μικρό ζωνάρι ενώ εδώ είναι ολόκληρο αυτό το τμήμα.
Την ώρα της καταστροφής
Ελάχιστες εξηγήσεις μπορούν να δοθούν για το τι συνέβη την ώρα της καταστροφής.
Οι ερευνητές γνωρίζουν ότι πρόκειται για φωτιά, δεν μπορούν όμως να πουν αν ήταν τυχαία ή προήλθε από επιδρομή.
Είναι ασυνήθιστο το ότι βρέθηκε το λατρευτικό άγαλμα του ναού στη θέση του γιατί συνήθως οι άνθρωποι φρόντιζαν να σώσουν το άγαλμα του θεού όπως και τα λατρευτικά σκεύη του ναού και τα αναθήματα. Εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Από τη μια μεριά βρέθηκαν ελάχιστα αναθήματα και λατρευτικά σκεύη και από την άλλη υπήρχε ακόμη το άγαλμα του θεού στο κέντρο του σηκού.
Μια υπόθεση είναι ότι ίσως ήταν πολύ βαρύ και δύσκολο να μεταφερθεί.
Πάντως στον σηκό βρέθηκε μόνο άλλο ένα πόδι χάλκινου αγάλματος αλλά δεν μπορούν να διακρίνουν αν φορούσε χιτώνα ή ιμάτιο και αν ανήκει σε γυναικεία ή ανδρική μορφή.
Βρέθηκαν ακόμη κομμάτια από στήλες, πολλά λυχνάρια αλλά γενικά λίγα αγγεία.
Ενα ενδιαφέρον εύρημα είναι το ειδώλιο ενός σκύλου που βρέθηκε σε πολύ καλή κατάσταση στο εσωτερικό του σηκού, ένα αγγείο χωμένο στο χώμα με οπή στο κάτω μέρος του που χρησίμευε για χοές και ένα πήλινο κιβώτιο με λαβές στις στενές του πλευρές το οποίο συναρμολογήθηκε. Ηταν στο άδυτο επάνω σε μια λίθινη βάση. Το καπάκι του ίσως να ήταν ξύλινο καθώς δεν βρέθηκε κανένα ίχνος του τριγύρω.
Οταν καθαρίστηκαν τα ερείπια από τα σπασμένα κεραμίδια φάνηκε το δάπεδο του ναού που είναι από πατημένο χώμα και μπόρεσε να υπολογισθεί η δίρριχτη στέγη του που ήταν από επίπεδες κορινθιακές κεραμίδες. Η μελέτη των κεραμιδιών έδειξε πως έγιναν ορισμένες επισκευές. «Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ναού μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον δύο επισκευές. Εντοπίζονται κυρίως στη στέγη όπου αντικαταστάθηκαν σπασμένα κεραμίδια. Και έχει ενδιαφέρον ότι κατά τη διάρκεια της ανασκαφής ανάμεσα στα κεραμίδια βρέθηκαν αρκετά που σώζουν σφραγίσματα με τα ονόματα του ΚΛΕΟΜΑΧΟΥ και του ΦΙΛΛΕΟΥ. Ανεξάρτητα από την ιδιότητα που θα μπορούσε να αποδώσει κανείς στα παραπάνω πρόσωπα, αν δηλαδή ήταν κάποιοι αξιωματούχοι που επί της εποχής τους έγιναν οι επισκευές ή ήταν ιδιοκτήτες εργαστηρίων, το βέβαιον είναι ότι τα ονόματά τους μαρτυρούν πως έγιναν επιδιορθώσεις στη στέγη τον 4ο και τον 3ο αι. π.Χ. που ίσως συνοδεύθηκαν και από αλλαγές στο εσωτερικό του ναού. Βρέθηκαν ακόμη ελάχιστα σφραγίσματα που φέρουν το εθνικό επίθετο των Μητροπολιτών, υποδηλώνοντας ότι υπήρχε επαφή ανάμεσα στην αρχαία Μητρόπολη, όπου είναι γνωστό ότι λατρευόταν ο Απόλλωνας, και στον ναό του θεού που βρισκόταν δύο χιλιόμετρα προς τα δυτικά, σε μια όμορφη κοιλάδα στις υπώρειες της Πίνδου» καταλήγει ο αρχαιολόγος.
Οταν απομακρύνθηκαν τα κεραμίδια της στέγης, η μεγαλύτερη έκπληξη που περίμενε τους ανασκαφείς ήταν ένα χάλκινο αρχαϊκό άγαλμα πεσμένο μπροστά στο βάθρο που ήταν στο κέντρο του σηκού. Το άγαλμα χωρίς αμφιβολία ήταν το λατρευτικό άγαλμα του ναού, ο Απόλλωνας. Αλλωστε η ταύτιση επιβεβαιώνεται και από την επιγραφή αναθηματικής στήλης που βρέθηκε στον ναό.
Το γλυπτό παριστάνει οπλίτη που φοράει κωνικό κράνος με επαυχένιο, έχει θώρακα καμπανόσχημο, περικνημίδες στα πόδια, περιβραχιόνια και περιπήχια στους πήχεις των χεριών του.
«Δεν έχω βρει σε άλλα αγάλματα οπλίτες να φοράνε όλα τα αμυντικά εξαρτήματά τους. Οι περικνημίδες είναι κάτι κοινό και στην Ολυμπία υπάρχουν αναθήματα και περιπηχίων και περιβραχιονίων, τα οποία όμως τα έχουμε ως αναθήματα, όχι φορεμένα σε κάποια μορφή. Αγαλμα που να τα φοράει όλα δεν έχω δει, παρά το ότι έχουμε μαρτυρία του Ξενοφώντα ο οποίος αναφέρει ότι υπήρχαν» λέει ο ανασκαφέας.
Ο οπλίτης Απόλλωνας αυτού του ναού έχει ύψος 82 εκ., στέκεται στο δεξί του πόδι και προβάλλει το αριστερό όπως βλέπουμε στους Κούρους.
Το δεξί του χέρι είναι ανασηκωμένο και λυγισμένο και κρατούσε δόρυ και, καθώς κάτω από τη στέγη βρέθηκε ένα χάλκινο δόρυ από άγαλμα, είναι πολύ πιθανόν να ανήκε στον θεό.
Το αριστερό χέρι είναι κατεβασμένο, λυγισμένο και προβάλλεται με κλειστή την παλάμη και είναι πιθανόν να κρατούσε τόξο.
Πιστεύουμε ότι ήταν τόξο και όχι ασπίδα, που είναι περισσότερο σύνηθες σε οπλίτες, γιατί δεν υπάρχει κανένα ίχνος όχανου (είναι ένα είδος «μπράτσου» στο εσωτερικό της ασπίδας για να εφαρμόζει στον αριστερό βραχίονα του πολεμιστή).
Το πρόσωπο του θεού δεν έχει ιδιαιτερότητες εκτός από το πιγούνι που είναι αρκετά μυτερό, χωρίς ωστόσο να έχει χαράξεις που να υποδηλώνουν γένια όπως είναι οι έντονες και ωραίες χαράξεις που υπάρχουν στην κώμη του γλυπτού.
Είναι πολύ πιθανόν τα μάτια να ήταν ένθετα.
«Πάντως προς την κατεύθυνση της ταύτισης του οπλίτη με τον Απόλλωνα μας οδηγεί και η ύπαρξη παραστάσεων του θεού αυτού ως οπλίτη στη μελανόμορφη αγγειογραφία αλλά και η απεικόνιση σε ρωμαϊκά νομίσματα του Αμυκλαίου Απόλλωνα με κράνος, δόρυ και τόξο.
Το άγαλμα μας δίνει επίσης και πάρα πολλά στοιχεία για την τεχνική της κατασκευής του. Πρέπει να έγινε στα μέσα του 6ου αιώνα, όταν πλέον είχε αποπερατωθεί ο ναός, σε μια εποχή που δεν έχουμε πάρα πολλά χάλκινα γλυπτά αγάλματα.
Ακόμη δεν έχω μελετήσει το άγαλμα», λέει ο κ. Ιντζεσίλογλου, «αλλά με την πρώτη επαφή που έχει κανείς μαζί του εύκολα διαπιστώνεται μια αδεξιότητα που δεν ξέρω αν οφείλεται μόνο στο ότι είναι επαρχιακή τέχνη.
Ακόμη δεν έχω καταλήξει για το εργαστήριο στο οποίο θα μπορούσε να ενταχθεί το έργο.
Αντίθετα με τη μορφή, λοιπόν, που αποδίδεται πολύ καλά, διαπιστώνει κανείς αδεξιότητα στην τεχνική και ορισμένες κακοτεχνίες οι οποίες φαίνεται ότι επιδιορθώθηκαν μετά.
Εχουμε μπαλώματα είτε επικολλημένα με καυτό μέταλλο είτε καρφωμένα στο κακότεχνο αρχικό κομμάτι.
Υπάρχουν ακόμη πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία όπως είναι πλόκαμοι επικολλημένοι δεξιά και αριστερά στους ώμους και επίσης και άλλες τεχνικές λεπτομέρειες».