Επειδή πρόκειται για εξαιρετική δουλειά, διαβάστε το. Αναρτήθηκε εδώ:
Η Δυτική Ασία τον 3ο αιώνα π.Χ.
(Από το "Λεξικό των Λαών του αρχαίου κόσμου"
του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη)
Πάρθοι: Αρχαίος ιρανικός λαός (βλ. Ιρανοί), εντοπιζόμενος στις νοτιοανατολικές περιοχές της Κασπίας, όπου είχε εγκατασταθεί από την εποχή της εισόδου των ιρανικών φύλων στο οροπέδιο του Ιράν. Η αρχαιότερη αναφορά στην χώρα των Πάρθων γίνεται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. στην περίφημη τρίγλωσση επιγραφή του Μπεχιστούν (Behistun, γύρω στα 80 χλμ. ΝΔ από την αρχαία πρωτεύουσα των Μήδων, Εκβάτανα - το σημερινό Χαμαντάν. Βλ. Εικόνα στο λήμμα Πέρσες). Η επιγραφή χαράχτηκε (μάλλον το 521 π.Χ.) με διαταγή του αυτοκράτορα των Περσών Δαρείου Ι (522-486 π.Χ.) στην αρχαία Περσική, την Ελαμιτική και την Βαβυλωνιακή διάλεκτο της Ακκαδικής γλώσσας και μνημονεύει τον τρόπο που κατέκτησε τον θρόνο και αποκατέστησε την τάξη στην αυτοκρατορία. Στην επιγραφή μνημονεύονται και όλες οι επαρχίες (Σατραπείες) της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται και η Παρθία (αρχ. περσ. Παρθάβα – Parthava).
Τους Πάρθους μνημονεύει και ο Ηρόδοτος (Γ΄ 93) αναφέροντας ότι περιλαμβάνονταν στην 16η φορολογική περιφέρεια («Νομό») της περσικής αυτοκρατορίας, μαζί με τους Αρείους (Αρίους), τους Χορασμίους (Χωρασμίους) και τους Σόγδους (ή Σογδιανούς) και παρακάτω (Γ΄ 117) σε σχέση με ένα γεγονός που αφορούσε την άρδευση μιας μεγάλης περιοχής στα κοινά όρια Πάρθων, Χωρασμίων και Υρκανίων. Τέλος, αναφέρει (Ζ΄ 66) ότι ένα στρατιωτικό τμήμα Πάρθων και Χορασμίων με επικεφαλής τον Αρτάβαζο, γιο του Φαρνάκη πήρε μέρος στην εκστρατεία του Ξέρξη (την άνοιξη του 480 π.Χ.) εναντίον της Ελλάδος.
Ο Στράβων αποκαλεί τους κατοίκους της Παρθίας Παρθυαίους (ΙΑ΄ VIII. 1) και παρακάτω (ΙΑ΄ IΧ. 1-3) αναφέρει ορισμένες ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την χώρα και τους κατοίκους: «…Η Παρθυαία δεν είναι μεγάλη χώρα […] Εκτός από μικρή είναι δασωμένη, ορεινή και φτωχή […]Τμήματα της Παρθυηνής είναι η Κωμισηνή και η Χωρηνή […] Ο Αρσάκης, Σκύθης το γένος, με μερικούς Δάες, δηλ. τους νομάδες Πάρνους που ζούσαν στον Ώχο, επιτέθηκε στην Παρθυαία και την κατέλαβε […] το Συμβούλιο των Παρθυαίων είναι διπλό: αποτελείται από ένα με ευγενείς και ένα με σοφούς και μάγους…».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στους Παρθυαίους (όπως τους καταγράφει) του Στέφανου Βυζαντίου (Εθνικά): «έθνος πάλαι μεν Σκυθικόν, ύστερον δε φυγόν ή μετοικήσαν επί Μήδους, κληθέν δε ούτως παρά Μήδοις δια την φύσιν της αυτούς δεξαμένης γης ελώδους και αγκώδους ούσης, ή δια την φυγήν, καθότι οι Σκύθαι τους φυγάδας πάρθους καλούσι. λέγονται δε και Πάρθοι και Πάρθιοι και Παρθυαίοι, και Παρθυαία η χώρα και Παρθυηνή…».
Η Παρθία περιελάμβανε τις ορεινές περιοχές στα ΝΑ της Υρκανίας (Varkana), όπως ονομαζόταν η χώρα (βλ. Υρκανοί) στις νοτιοανατολικές ακτές της Κασπίας (=η Υρκανίς Θάλασσα των αρχαίων πηγών). Βασιλική έδρα των Παρθυαίων (εννοώντας το Βασίλειο των Πάρθων) κατά τον Στράβωνα (ΙΑ΄ ΙΧ. 1) ήταν η Εκατόμπυλος (σημερ. Shahr-i-Qumis κοντά στην κωμόπολη Damghan του ΒΑ Ιράν). Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (Β΄ 34) οι Πάρθοι αποστάτησαν από τους Μήδους και παρέδωσαν την χώρα τους στους Σάκες, αλλά μετά από πολυετή αμφίρροπο πόλεμο, Μήδοι και Σάκες έκαναν ειρήνη και συμφώνησαν οι Πάρθοι να ξαναγίνουν φόρου υποτελείς των Μήδων, διατηρώντας τα εδάφη τους.
O Κύρος ΙΙ (559-529 π.Χ.), γνωστός και ως Κύρος ο Μέγας, θα κατακτήσει αυτές τις περιοχές (γύρω στο 540 π.Χ.) και θα τις ενοποιήσει διοικητικά τοποθετώντας ως σατράπη τον τοπικό ηγεμόνα (kavi) και συγγενή του, τον Υστάσπη (Vistaspa, ο πατέρας του μετέπειτα αυτοκράτορα Δαρείου Ι), ο οποίος κυβερνούσε την περιοχή ως υποτελής της Μηδικής αυτοκρατορίας (βλ. A.T. Olmstead: Ιστορία της Περσικής Αυτοκρατορίας – ελλην. μεταφρ. «Εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ» Αθήνα 2002, σελ. 102 και 180). Η Παρθία θα παραμείνει πιστή στον νέο αυτοκράτορα Δαρείο Ι, προφανώς λόγω του πατέρα του Υστάσπη, ο οποίος ήταν ακόμη σατράπης της χώρας, όταν ένα γενικευμένο κύμα εξεγέρσεων θα σαρώσει την Περσική αυτοκρατορία αμέσως μετά την άνοδο στον θρόνο του Δαρείου Ι.
Μετά την μάχη των Γαυγαμήλων (Gaugamela-Γκάουγκαμέλα=βοσκότοπος της καμήλας), που έκρινε την τύχη της Περσικής αυτοκρατορίας (331 π.Χ.), ο Μ. Αλέξανδρος καταδιώκοντας τον Δαρείο ΙΙΙ και τον Βήσσο θα φθάσει στην Χοαρηνή (Choarene=Χωρηνή), επαρχία της Παρθίας και λίγο έξω από την πρώτη πρωτεύουσα του μετέπειτα Βασιλείου των Πάρθων, την Εκατόμπυλο, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, θα ανακαλύψει το πτώμα του άτυχου εχθρού του που είχε δολοφονηθεί από τον φιλόδοξο Σατράπη της Βακτρίας Βήσσο και τους συνεργάτες του (330 π.Χ.). Η Παρθία θα κατακτηθεί και σατράπης της θα επανατοποθετηθεί ο Φραταφέρνης, ο παλιός σατράπης της Παρθίας και Υρκανίας (βλ. Υρκανοί), που ο Μ. Αλέξανδρος διατήρησε στην θέση του μετά την δήλωση υποταγής του και ο οποίος θα παραμείνει πιστός μέχρι τον θάνατο του μεγάλου Μακεδόνα στρατηλάτη. Ο Φραταφέρνης θα παραμείνει σατράπης της Παρθίας και επί Αντιβασιλείας του Περδικκα.
Στην διάρκεια των πολέμων των Επιγόνων και μετά τον θάνατο του Περδίκκα, στην συμφωνία του Τριπαράδεισου (320 π.Χ.), ο νέος αντιβασιλεύς Αντίπατρος, θα ανακατανείμει τα αξιώματα και θα τοποθετήσει Σατράπη της Παρθίας κάποιον Μακεδόνα, τον Φίλιππο, πιθανόν τον παλιό Σατράπη της Βακτρίας και Σογδιανής, ο οποίος όμως σύντομα θα δολοφονηθεί από τον Σατράπη της Μηδίας (= Πύθων κατά τον Αρριανό, ενώ κατά τον Διόδωρο, Πίθων), τον γιο του Κρατερού, του διακεκριμένου στρατηγού του Μ. Αλεξάνδρου (αλλού ο Πύθων αναφέρεται ως «υιός Κρατεύα»). Στην θέση του ο Πύθων θα τοποθετήσει τον αδελφό του Ευδάμη (ή Φιλώτα κατά τον Διόδωρο, ΧΙΧ. 1), αλλά παρά την ήττα του Πύθωνος (317 π.Χ.) από τον ενωμένο στρατό των ανατολικών Σατραπειών που είχαν πάρει το μέρος του Ευμένη του Καρδιανού, η Παρθία θα παραμείνει πιστή στον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, στον πόλεμο που ξέσπασε μετά τον θάνατο του Αντιπάτρου (319 π.Χ.). Μετά την επικράτηση του Αντίγονου, ο φιλόδοξος και ως εκ τούτου ύποπτος Πύθων θα συλληφθεί με την κατηγορία του στασιαστή και θα εκτελεσθεί. Είναι άγνωστο τί απέγινε ο αδελφός του, ο Σατράπης της Παρθίας.
Η Παρθία θα περιέλθει στον Σέλευκο Α΄ (308-281 π.Χ.), ιδρυτή του Βασιλείου των Σελευκιδών. Ο Σέλευκος, αρχικά Σατράπης της Βαβυλώνος (320-315 π.Χ.), είχε εκδιωχθεί από τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, αλλά θα επιστρέψει λίγα χρόνια αργότερα (το 310 π.Χ.) και θα κατορθώσει να ανακαταλάβει τελικώς την Σατραπεία του (308 π.Χ.), παρά τις κάποιες πρόσκαιρες επιτυχίες του Δημητρίου Πολιορκητή, υιού του Αντιγόνου. Ο Σέλευκος Α΄ θα αποσπάσει παράλληλα και την Σουσιανή, την Περσίδα, την Μηδία, την Αρεία (Αριανή) και την Παρθία όπως προαναφέραμε. Μετά την επιτυχή έκβαση των συγκρούσεων εναντίον του Αντιγόνου θα αρχίσει τις προετοιμασίες για να επιχειρήσει να ανακαταλάβει ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου (308-307 π.Χ.). Δυστυχώς οι πηγές δεν αναφέρουν λεπτομέρειες και το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι στην εκστρατεία του στην Ανατολή τον συνόδευσαν η σύζυγός του, η Σογδιανή (βλ. Σόγδοι) πριγκίπισσα Απάμα και ο γιος τους Αντίοχος, ο μελλοντικός Αντίοχος Α΄ (281-261 π.Χ.). Η εκστρατεία του Σέλευκου Α΄ (308 - 281 π.Χ.) στην Ανατολή (Διόδωρος, ΧΙΧ 92.5), που κράτησε πέντε χρόνια (307-302 π.Χ.), θα εδραιώσει την υπαγωγή της Βακτρίας στην απέραντη αυτοκρατορία των Σελευκιδών. Ο Σέλευκος Α΄ ήλθε πιθανότατα σε σύγκρουση με τον Στασάνορα, από τους Σόλους της Κύπρου, τον σατράπη της Βακτρίας που είχε ορισθεί από την εποχή της συμφωνίας του Τριπαράδεισου μεταξύ των Επιγόνων (320 π.Χ.) και για την τύχη του οποίου δεν γνωρίζουμε τίποτε, όπως δεν γνωρίζουμε και το όνομα του αντικαταστάτη του (βλ. H. Sidky: The Greek Kingdom of Bactria, 2000 - σελ.117).
Στην διάρκεια της εκστρατείας ο Σέλευκος Α΄ θα ανακηρυχθεί βασιλεύς (το 304 π.Χ.) και η εύκολη κατάκτηση της Βακτρίας θα του επιτρέψει να αποκαταστήσει την εξουσία του και στις γειτονικές Σατραπείες της Μαργιανής, της Σογδιανής και της Αριανής. Στην σύγκρουσή του όμως με τον Ινδό ηγεμόνα Τσαντραγκούπτα Μωρύα (Chandragupta Maurya, 322/321-297 π.Χ.), τον ιδρυτή της περίφημης Δυναστείας και αυτοκρατορίας των Μωρύα (βλ. Ινδοί) δεν θα σταθεί ιδιαίτερα τυχερός. Οι δύο ηγεμόνες θα συγκρουσθούν το 306/305 π.Χ. σε μια φοβερή μάχη, όπου ο άσχημα οργανωμένος στρατός (αποτελούμενος κυρίως από Ασιάτες μισθοφόρους) του Σελεύκου Α΄, θα υποστεί ταπεινωτική ήττα. Τελικώς όμως θα συναφθεί συνθήκη ειρήνης και φιλίας με την οποία ο Σέλευκος Α΄ θα παραχωρήσει επισήμως τις περιοχές που είχαν κατακτηθεί από τον Τσαντραγκούπτα, Γεδρωσία (Βαλουχιστάν), Αραχωσία (Νότιο Αφγανιστάν) και Παροπαμισάδες (οι νότιες περιοχές της Βακτρίας=Βόρειο Αφγανιστάν), που είχαν περιέλθει (θεωρητικά τουλάχιστον) στην δικαιοδοσία του Βασιλείου των Σελευκιδών, ενώ από την πλευρά του, ο Ινδός βασιλιάς θα του χαρίσει 500 πολεμικούς ελέφαντες, ένα πραγματικά βασιλικό δώρο, ανυπολόγιστης αξίας, δεδομένου ότι το επίφοβο και επιβλητικό αυτό πολεμικό εργαλείο θα βοηθήσει αποφασιστικά (βλ. σχετικά στο Ulrich Wilcken: Αρχαία Ελληνική Ιστορία – Αθήνα 1976, σελ. 351) τον Σέλευκο Α΄ και τους συμμάχους του (Κάσσανδρος, Λυσίμαχος, Πτολεμαίος Α΄) να κερδίσουν τη μάχη στην Ιψό της Φρυγίας (301 π.Χ.). Η παράδοση αναφέρει επίσης ότι ο Ινδός βασιλεύς έλαβε επί πλέον ως σύζυγο, την θυγατέρα του Σελεύκου Α΄, για να επισφραγισθεί η συμφωνία.
Εκτεταμένες εισβολές νομάδων στις ανατολικές επαρχίες του Βασιλείου του και ο κίνδυνος αυτές να απωλεσθούν, θα υποχρεώσουν τον Σέλευκο Α΄ να λάβει δραστικά μέτρα, ένα από τα οποία ήταν η ανάθεση της διοίκησής τους στον γιο του Αντίοχο. Ο Αντίοχος, ως αντιβασιλεύς της Ανατολής (293-281), θα εγκατασταθεί στην Βακτριανή, όπου θα παραμείνει για τρία χρόνια περίπου (293-290 π.Χ.), έχοντας ως έδρα του την πρωτεύουσα Βάκτρα-Ζαρίασπα. Ο Σέλευκος Α΄ θα πάρει μέρος σε πολλούς πολέμους, εναντίον ή υπέρ των άλλων Επιγόνων, για να δολοφονηθεί τελικά το 281 π.Χ. κοντά στην Λυσιμάχεια της Θράκης, από τον Πτολεμαίο Κεραυνό, στην διάρκεια μιας νικηφόρου εκστρατείας (που κορυφώθηκε στην μάχη του Κουροπεδίου στις αρχές του 281) .
Στο θρόνο θα ανέλθει ο γιος του Αντίοχος Α΄ ο Σωτήρ (281-261 π.Χ.), ο οποίος εκτός από την Μ. Ασία, που θα απολέσει λόγω της εισβολής των Γαλατών (278 π.Χ.), θα χάσει στη συνέχεια και την Συρία από τον Πτολεμαίο Β΄ τον Φιλάδελφο (285-246 π.Χ.) κατά τον λεγόμενο Α΄ Συριακό Πόλεμο (274-271 π.Χ.).
Ο επόμενος Σελευκίδης, Αντίοχος Β΄ ο Θεός (261-247/246 π.Χ.), θα εμπλακεί στον Β΄ Συριακό Πόλεμο (260-253 π.Χ.) και πάλι εναντίον του Πτολεμαίου Β΄ Φιλαδέλφου. Ο πόλεμος θα λήξει, με την συμφωνία να νυμφευθεί ο Αντίοχος Β΄ την κόρη του Πτολεμαίου Β΄, την Βερενίκη, να την ανακηρύξει βασίλισσα και τα παιδιά που θα αποκτούσε μαζί της να έχουν κληρονομικά δικαιώματα διαδοχής στο θρόνο. Ο Αντίοχος Β΄ τήρησε την συμφωνία, διαζευχθείς την σύζυγό του Λαοδίκη, η οποία όμως μετά τον θάνατο του Αντίοχου Β΄ (247/246 π.Χ.) θα δολοφονήσει την Βερενίκη και τον νεαρό γιο της εξασφαλίζοντας έτσι στον δικό της γιο, την διαδοχή στο θρόνο.
Πραγματικά, ο γιος της Λαοδίκης, θα ανέλθει στο θρόνο ως Σέλευκος Β΄ Καλλίνικος (247/246-225 π.Χ.). Τον ίδιο χρόνο όμως, θα γίνει βασιλεύς της Αιγύπτου ο Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης (246-221 π.Χ.) ο οποίος θα εισβάλλει στη Συρία, προκαλώντας έτσι τον Γ΄ Συριακό Πόλεμο (246-241 π.Χ.). Αλλά το πλέον σημαντικό γεγονός για τις μετέπειτα εξελίξεις στο Βασίλειο των Σελευκιδών, αποτελεί ασφαλώς η ίδρυση το 247/246 π.Χ. του Βασιλείου των Πάρθων από τους Πάρνους, μια νομαδική Ιρανική φυλή, η οποία παρέμενε επί αιώνες στο περιθώριο της Ιστορίας. Εκτός από κάποιες σύντομες επιδρομές, σε συνεργασία με άλλους πολεμοχαρείς νομαδικούς λαούς (Μασσαγέτες, Σάκες, Χωράσμιοι κ.λπ.), εναντίον της Περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, οι Πάρνοι ουσιαστικώς δεν θα απομακρυνθούν από την κοιτίδα τους, στα ανατολικά παράλια εδάφη της Κασπίας, μέχρι την οργάνωσή τους κάτω από τη Δυναστεία των Αρσακιδών.
Σύμφωνα με την παράδοση, γύρω στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. ο Αρσάκης, ηγεμόνας των Πάρνων (οι οποίοι ανήκαν σε μια ευρύτερη συνομοσπονδία διαφόρων νομαδικών λαών Ιρανικής καταγωγής, γνωστών με την ονομασία Δάαι (Dahae-Dahan tribes), άρχισε τους αγώνες του εναντίον των Σελευκιδών εισβάλλοντας στην επικράτειά τους. Επωφελούμενος της αναταραχής που επικρατούσε στο Κράτος των Σελευκιδών λόγω των Συριακών πολέμων, θα εισβάλλει στην Παρθία και θα καταφέρει να εξοντώσει τον Σελευκίδη σατράπη της Ανδραγόρα. Με τον τρόπο αυτόν, οι Πάρνοι καταλαμβάνουν την περιοχή (247 π.Χ.), όπου εγκαθίστανται πλέον μόνιμα. Ταυτόχρονα οι Πάρνοι θα πάρουν το όνομα της χώρας στην οποία εγκαταστάθηκαν και του συγγενικού τους φύλου των Πάρθων, που σήμαινε «εξόριστοι» και με το οποίο βαθμιαία θα συγχωνευθούν. Το ίδιο έτος ο Αρσάκης στέφεται και επίσημα βασιλεύς της Παρθίας (Αρσάκης Ι, 260-247 ή 260-211 π.Χ.), ιδρύοντας έτσι την Δυναστεία των Αρσακιδών (βλ. Πίνακα στο τέλος), αλλά η κατάκτηση της χώρας δεν θα ολοκληρωθεί πριν από το 211 π.Χ.
Ο Σέλευκος Β΄ ο Καλλίνικος θα επιχειρήσει να ανακαταλάβει την Παρθία, παρά την πρόσφατη ήττα του στην μάχη της Άγκυρας (238 π.Χ.) από τους Γαλάτες και θα νικήσει τον Αρσάκη, ο οποίος μετά την ήττα του κατέφυγε στους Απασιάκες (Στράβων, ΙΑ΄ VIII. 8). Όπως έχει υποστηριχθεί (βλ. H. Sidky: The Greek Kingdom of Bactria, 2000 - σελ. 150) ο Αρσάκης Ι θα ανακαταλάβει τελικώς την Παρθία με την βοήθεια ενός τμήματος από Απασιάκες, που θα εγκατασταθούν μάλιστα στην Υρκανία (Πολύβιος, Ι΄ 97). Σύμφωνα με τον Αρριανό (Παρθικά) ο Αρσάκης Ι σκοτώθηκε σε μια μάχη το 247 π.Χ. και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του, ο Τιριδάτης (247/246-211 π.Χ.), αλλά οι σύγχρονοι ιστορικοί δέχονται ότι ο Αρσάκης Ι βασίλευσε μέχρι το 211 π.Χ.
Δραχμή Αρσάκη Ι
Αρσάκης ΙΙ (Αρτάβανος)
Νομίσματα των πρώτων Πάρθων βασιλέων με ελληνική επιγραφή
στον οπισθότυπο: ΑΡΣΑΚΟΥ
Σύντομα οι Πάρθοι θα προσαρτήσουν και τις γειτονικές περιοχές της Υρκανίας και της Χωρηνής με τη βοήθεια του βασιλέα της Βακτριανής Διόδοτου Β΄ (γύρω στο 228 π.Χ.), δημιουργώντας έτσι τον πυρήνα της μελλοντικής Παρθικής Αυτοκρατορίας. Θα τον διαδεχθεί ο γιος του Αρσάκης ΙΙ (όλοι οι βασιλείς των Πάρθων έφεραν από τότε το όνομα Αρσάκης), τον οποίον οι παλαιότεροι ιστορικοί ανέφεραν ως Αρτάβανο (211-191 π.Χ.). Πάντως οι ίδιοι οι Πάρθοι αναγνώριζαν παραδοσιακά, ως αρχή της χρονολογίας τους (Παρθική περίοδος), το έτος 247 π.Χ. που στέφθηκε βασιλεύς, όπως προαναφέρθηκε, ο Αρσάκης Ι (βλ. λήμμα Πάρνοι για τα προβλήματα χρονολογίας). Οι Πάρθοι θα αρχίσουν βαθμιαία να επεκτείνουν τα σύνορα του Βασιλείου τους, παρά τις προσπάθειες των Σελευκιδών να τους συγκρατήσουν εκτός των ορίων της επικράτειάς τους.
(Συνεχίζεται)