Η Παρθική Αυτοκρατορία
Το 223 π.Χ. στο θρόνο των Σελευκιδών θα ανέλθει ο φιλόδοξος Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας (223-187 π.Χ.), ο οποίος θα αναλάβει το 212 π.Χ. με την τολμηρή «Ανάβαση» προς τις ανατολικές επαρχίες του Βασιλείου του, να τακτοποιήσει τα ζητήματα που είχαν δημιουργηθεί εκεί. Η εκστρατεία του Αντιόχου Γ΄ θα ξεκινήσει από την Αρμενία όπου επανέφερε την τάξη με σκόπιμη επίδειξη ισχύος εναντίον του νεαρού υποτελούς ηγεμόνα Ξέρξη, την πρωτεύουσα του οποίου τα Αρσαμόσατα πολιόρκησε και με τον οποίον στην συνέχεια συμβιβάσθηκε, δίνοντάς του μάλιστα ως σύζυγό την αδελφή του Αντιοχίδα. Το καλοκαίρι του 209 π.Χ. τον βρίσκουμε στην Μηδία, όπου πριν από μια δεκαετία περίπου (222-220 π.Χ.) ο Αντίοχος Γ΄ είχε αναγκασθεί να πολεμήσει σκληρά για να καταπνίξει την ανταρσία του σατράπη της Μόλωνα, που είχε ανακηρυχθεί βασιλεύς της Μηδίας, η οποία ήταν η μόνη σημαντική επαρχία που είχε απομείνει, αφού οι υπόλοιπες ανατολικές επαρχίες του βασιλείου (Παρθία, Υρκανία, Βακτρία, Σογδιανή, Μαργιανή και Αρία) είχαν περάσει στην εξουσία κατακτητών ή αποστατών. Αφού εκδιώξει τον Πάρθο ηγεμόνα Αρσάκη ΙΙ (211-191 π.Χ.), ο οποίος θα καταφύγει στους Απασιάκες, θα καταλάβει σχεδόν ανενόχλητος την πρωτεύουσά του, την Εκατόμπυλο, την παλιά πρωτεύουσα της Υρκανίας.
Σοβαρότερη αντίσταση συνάντησε από τους πολεμοχαρείς Ταπύρους, κατά την διέλευση των στρατευμάτων του από την ορεινή περιοχή τους (Όρη των Ταπύρων = σημερ. οροσειρά Έλμπουρζ-Elburz). Καταδιώκοντας τον Πάρθο βασιλιά στην Υρκανία θα φθάσει στην οχυρή πόλη Σύριγγα, της οποίας θα αρχίσει την περικύκλωση. Στην θέα των τρομερών πολιορκητικών μηχανών του Αντιόχου Γ΄ ο Πάρθος βασιλιάς συνειδητοποίησε ότι η άλωση της πόλης ήταν θέμα ελαχίστου χρόνου και αφού διέταξε να σφαγούν όλοι οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης και να διαρπαγούν οι περιουσίες τους, διέφυγε στην διάρκεια της νύχτας. Ένα απόσπασμα μισθοφόρων του Αντιόχου θα καταδιώξει τους Πάρθους και θα τους οδηγήσει και πάλι στην πόλη. Τα τείχη της Σύριγγος θα κατεδαφισθούν και ο Πάρθος βασιλιάς θα συνθηκολογήσει άνευ όρων. Ο Αντίοχος Γ΄ θα τον υποχρεώσει να παραχωρήσει την Υρκανία, την Κομισηνή και την Χοαρηνή (Χωρηνή) και να γίνει φόρου υποτελής στο Βασίλειο των Σελευκιδών (βλ. H. Sidky ό.π. σελ. 160-161). Με αυτήν την σύντομη και εύκολη σχετικά εκστρατεία (209-208 π.Χ.), ο Αντίοχος Γ΄ θα εξουδετερώσει τα επιτεύγματα δεκαετιών του Αρσάκη Ι και των διαδόχων του, επαναφέροντας μεγάλες περιοχές στο Βασίλειο των Σελευκιδών, μετατρέποντας ταυτόχρονα τους επικίνδυνους Πάρθους σε υποτελείς. Για την συνέχεια της εκστρατείας στα ανατολικά και την σύγκρουσή του με τον βασιλέα της Βακτρίας Ευθύδημο Α΄ βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Βάκτριοι.
Ήδη όμως ανατέλλει η εποχή της Ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας. Οι Ρωμαίοι το 197 π.Χ. θα συντρίψουν τον Μακεδόνα βασιλέα Φίλιππο Ε΄, στην κρίσιμη μάχη στις Κυνός Κεφαλές (Θεσσαλία) και θα στραφούν πλέον απερίσπαστοι προς την Ανατολή, όπου θα αναμειχθούν ενεργά στις υποθέσεις των χωρών της περιοχής. Ο Αντίοχος Γ΄ θα ηττηθεί από τους Ρωμαίους (το 191 και το 190/189 π.Χ.), κατά τη διάρκεια των άτυχων εκστρατειών του στην Ελλάδα και στην Μ. Ασία. Μετά την ειρήνη της Απαμείας (188 π.Χ.), θα αναγκασθεί να περιορισθεί στα εκτός Μ. Ασίας εδάφη του, ενώ η επιρροή του στην Ελλάδα εξανεμίσθηκε.
Την περίοδο αυτήν βασιλεύς των Πάρθων ήταν ο Φριαπάτιος (Phriapatius – Αρσάκης ΙΙΙ, 191-176 π.Χ.), ο οποίος είχε διαδεχθεί στον θρόνο τον εξάδελφό του Αρσάκη ΙΙ. Τον Πριαπάτιο θα διαδεχθεί ο γιος του, Φραάτης Ι (Phraates – Αρσάκης IV, 176-171 π.Χ.). Στην διάρκεια της βασιλείας του υιού και διαδόχου του Αντιόχου Γ΄, του Σελεύκου Δ΄ του Φιλοπάτορος (187-175 π.Χ.), οι Ρωμαίοι θα έχουν έντονη παρουσία στα πράγματα της Ανατολής, ενώ θα ταπεινώσουν τον επόμενο Σελευκίδη, τον αδελφό του Σελεύκου Δ΄, τον Αντίοχο Δ΄ τον Επιφανή (175-164 π.Χ.), υποχρεώνοντάς τον να επιστρέψει άπρακτος από την εκστρατεία του στην Αίγυπτο, όπου είχε συντρίψει τις δυνάμεις του Πτολεμαίου ΣΤ΄ Φιλομήτορος. Ο Αντίοχος Δ΄ παρόλα αυτά, θα στραφεί προς την Ανατολή επιδιώκοντας να βελτιώσει την κατάσταση του Βασιλείου του, τουλάχιστον στις εκεί επαρχίες. Η προσπάθεια όμως που θα αναλάβει εναντίον των Πάρθων, όχι μόνον δεν θα έχει κάποιο ουσιαστικό κέρδος, αλλά και θα λήξει άδοξα με τον θάνατό του από ασθένεια το 164 π.Χ. στις Τάβες* (Tabae, μάλλον Gabae = Γάβες της Παραιτακινής, πιθανότατα το σημερινό Ισπαχάν-Isfahan στο Ιράν, βλ. λεπτομέρειες στο D. T. Potts, 1999 σελ. 383).
______________________________
(*) Η μοναδική πόλη που αναφέρεται στις αρχαιοελληνικές πηγές με το όνομα Τάβαι βρισκόταν στην Μ. Ασία, στα σύνορα Φρυγίας-Καρίας κατά τον Στράβωνα (ΙΒ΄ VII. 2) ή κατά τον Στέφανο Βυζάντιο στην Λυδία και μια άλλη στην Καρία. Αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν την καταγραφή Τάβαι ως λανθασμένη και διορθώνουν σε Γάβαι. Πιθανολογείται πάντως (βλ. C.A.H. Vol. VIII σελ. 352 υποσημ. 101) ότι η τοποθεσία Τάβαι ίσως βρισκόταν κάπου κοντά στις Γάβες.
Ακόμη χειρότερα για το Βασίλειο των Σελευκιδών, οι δυναστικές διαμάχες που θα ξεσπάσουν, θα επιτρέψουν στον βασιλέα των Πάρθων Μιθριδάτη Ι (Αρσάκης V, 171-138 π.Χ.), αδελφό και διάδοχο του προαναφερθέντος Φραάτη Ι, να αντεπιτεθεί καταλαμβάνοντας αρχικώς την Μηδία και στη συνέχεια και άλλες επαρχίες. Έτσι, μετά το 160 π.Χ., οι ανατολικές σατραπείες θα απωλεσθούν αμετάκλητα πλέον για το Βασίλειο των Σελευκιδών. Δυστυχώς όμως, για το κάποτε κραταιό Ελληνιστικό Βασίλειο, η απώλεια των ανατολικών περιοχών δεν θα αποτελέσει το μοναδικό πλήγμα και η διάλυση θα συνεχισθεί με γοργούς ρυθμούς.
Αργυρό τετράδραχμο Μιθριδάτη Ι με επιγραφή στον οπισθότυπο
ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΡΣΑΚΟΥ ΦΙΛΕΛΛΗΝΟΣ
Επί της α΄ περιόδου της βασιλείας του Δημητρίου του Β΄ του Νικάτορος (145-140/139 π.Χ.), ο Μιθριδάτης Ι θα εισβάλλει στις άλλοτε κεντρικές επαρχίες της επικράτειας των Σελευκιδών (141 π.Χ.), θα κατακτήσει την Ελυμαϊδα (Σουσιανή, βλ. λήμμα Ελυμαίοι), την Βαβυλωνία, την Αδιαβηνή (Ασσυρία), την Περσίδα και ολόκληρο σχεδόν το Ιρανικό οροπέδιο θα περάσει κάτω από την εξουσία του. Ο Μιθριδάτης Ι θα καταλάβει ακόμη και την πρωτεύουσα Σελεύκεια και θα υιοθετήσει τη σφραγίδα των Αχαιμενιδών μαζί με τον παλιό τίτλο τους «Βασιλεύς των Βασιλέων», θεωρώντας με τον τρόπο αυτόν τον εαυτό του διάδοχο και συνεχιστή των Περσών αυτοκρατόρων. Ο Δημήτριος Β΄ στην προσπάθεια του να ανακόψει τις προόδους του Μιθριδάτη Ι, θα ηττηθεί και θα συλληφθεί αιχμάλωτος (139 π.Χ.).
Ο επόμενος Σελευκίδης, Αντίοχος Ζ΄ ο Σιδήτης (139/138-129 π.Χ.), αδελφός του Δημητρίου Β΄, θα επιχειρήσει να εκδιώξει τους Πάρθους μετά το θάνατο του Μιθριδάτη Ι, αλλά στην προσπάθειά του αυτήν, μετά από κάποιες πρόσκαιρες επιτυχίες, θα χάσει τελικά τη ζωή του όταν νικηθεί από τον γιο και διάδοχο του Μιθριδάτη Ι, τον Πάρθο βασιλιά Φραάτη ΙΙ (Αρσάκης VI, 138-129/128 π.Χ.). Με τον θάνατο του Αντιόχου Ζ΄ (129 π.Χ.), οι Σελευκίδες θα χάσουν οριστικά και όλες τις περιοχές την Μεσοποταμίας, πέρα από τον Ευφράτη. Η αλλοτινή απέραντη και ισχυρή Ελληνιστική Αυτοκρατορία θα περιορισθεί μετά από αυτές τις εξελίξεις και μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες, σε κάποιες ασήμαντες εκτάσεις με κέντρο την Β. Συρία (Κοίλη Συρία).
Αργυρό τετράδραχμο (15,96 gr) Φραάτη ΙΙ, κοπής 129-127 π.Χ. περίπου,
με επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΡΣΑΚΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
Τα υπολείμματα του Βασιλείου των Σελευκιδών θα προσαρτήσει το 83 π.Χ. ο βασιλιάς της Αρμενίας Τιγράνης ΙΙ ο Μέγας (95-69 π.Χ.) στο Κράτος του (βλ. Αρμένιοι). Την επαύριον όμως της ήττας του Τιγράνη ΙΙ από τους Ρωμαίους, στα Τιγρανόκερτα (69 π.Χ.), το Βασίλειο των Σελευκιδών θα ανασυσταθεί και πάλι από τον Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο, ο οποίος ανέβασε στο θρόνο τον Αντίοχο ΙΓ΄ τον Ασιατικό (69-64/63 π.Χ.). Μετά όμως από την ανατροπή του από τον Φίλιππο Β΄ (67-66 π.Χ.) και τον εμφύλιο που ξέσπασε, οι Ρωμαίοι θα αποφασίσουν τελικώς να θέσουν τέρμα στην χαώδη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην περιοχή και το Βασίλειο των Σελευκιδών θα καταλυθεί οριστικά από τον Πομπήϊο το 64/63 π.Χ.
Επιστρέφουμε τώρα στις σπουδαιότερες εξελίξεις που έλαβαν χώρα στο Ιρανικό οροπέδιο τις τελευταίες δεκαετίες του 2ου π.Χ. αιώνα. Μετά την συντριβή στο πεδίο της μάχης και το θάνατο του Αντιόχου Ζ΄ Σιδήτη (129 π.Χ.), ο δρόμος για την κατάκτηση και των υπολοίπων περιοχών του Βασιλείου των Σελευκιδών, φαινόταν ανοικτός για τον Πάρθο βασιλιά Φραάτη ΙΙ. Ένα απροσδόκητο εμπόδιο όχι μόνο θα ανακόψει τη θριαμβευτική του προέλαση, αλλά και θα τον καταστρέψει. Το εμπόδιο αυτό ήσαν το νομαδικά φύλα που είχαν εισβάλλει στις ανατολικές επαρχίες του Παρθικού Βασιλείου, οι περιβόητοι Σάκες, ονομασία με την οποία αποκαλούσαν τους Ανατολικούς Σκύθες οι Πέρσες από την εποχή της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Στην προσπάθειά του να αποκρούσει τους εισβολείς (τους οποίους θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο ίδιος είχε προσκαλέσει για να πολεμήσουν εναντίον των Σελευκιδών), ο Φραάτης ΙΙ θα σπεύσει στα ανατολικά σύνορα της χώρας, όπου θα χάσει τη ζωή του σε κάποια μάχη (129/128 π.Χ.) με τους Σάκες.
Ανεξάρτητα όμως από την συγκεκριμένη περίπτωση, οι εισβολές των Σακών στο Βασίλειο των Πάρθων, δεν ήσαν κάποιο τυχαίο και μεμονωμένο συμβάν, αλλά αποτελούσαν τον απόηχο των εκτεταμένων μετακινήσεων λαών, που σημειώνονταν εκείνη την εποχή στην Κεντρική Ασία. Οι νομάδες Γιουέ-τσι (Yueh-chih) ή Τοχάριοι (Tocharians), πιεζόμενοι από έναν άλλο νομαδικό λαό, τους Χσιούγκ-νου (Hsiung-nu) θα εκδιωχθούν από τα παραδοσιακά εδάφη τους που εκτείνονταν δυτικά της ερήμου Γκόμπι και νοτίως της οροσειράς των Αλτάϊ (βλ. Χάρτη).
Οι Τοχάριοι θα μεταναστεύσουν τότε προς τα Δυτικά, αλλά στα νότια της λίμνης Μπαλκάς, θα υποστούν τις άγριες επιθέσεις ενός νομαδικού φύλου (πιθανόν Αριοευρωπαϊκής καταγωγής), γνωστού ως η ορδή των Βου - Σουν (Wou-Sun). Έτσι θα αναγκασθούν να συνεχίσουν τη μεταναστευτική τους κίνηση προς τα Ν.Δ. και θα εισέλθουν τελικά στις περιοχές που ζούσαν οι Σάκες, στα ανατολικά του ποταμού Ιαξάρτη (Syr-Darya). Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν ότι γύρω στο 130 π.Χ., οι Σάκες, κάτω από τη συνεχή πίεση των Γιουέ-τσι, θα αναγκασθούν να διαβούν τον Ιαξάρτη και να μετακινηθούν προς το Νότο. Ένα τμήμα τους θα εισβάλει στο Παρθικό Κράτος, όπως είδαμε. Οι υπόλοιποι θα επιπέσουν στο Ελληνιστικό Βασίλειο της Βακτρίας, το οποίο θα καταστρέψουν. Λίγο αργότερα οι Τοχάριοι (Γιουέ-τσι) που είχαν εγκατασταθεί προσωρινά στη Σογδιανή (βορείως του ποταμού Ώξου), θα μετακινηθούν νοτιότερα (γύρω στο 100 π.Χ.) και θα αφομοιώσουν βαθμιαία τα υπολείμματα του Ελληνο-Βακτριανού Βασιλείου, υποτάσσοντας τους Σάκες της Βακτριανής. Μετά το 60 μ.Χ. θα ιδρύσουν την πανίσχυρη Αυτοκρατορία του Κουσάν (Kushan Empire) με κέντρο τις τεράστιες εκτάσεις που σήμερα καταλαμβάνουν τα Κράτη του Τουρκμενιστάν, Αφγανιστάν και Πακιστάν.
Επανερχόμενοι στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Παρθικό Βασίλειο, μετά το θάνατο του Φραάτη ΙΙ, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο θείος του και διάδοχός του Αρτάβανος Ι (129/128-124/123 π.Χ.), θα καταβάλει τεράστιες προσπάθειες επιδιώκοντας να απωθήσει τους Σάκες πέρα από τα σύνορα του Βασιλείου. Μετά από κάποιες αρχικές αποτυχίες θα σκοτωθεί και αυτός σε μια μάχη εναντίον τους (124/123 π.Χ.). Οι Σάκες τελικά θα υποχωρήσουν στην επαρχία της Δραγγιανής όπου αρκετοί θα εγκατασταθούν στο νότιο τμήμα της μόνιμα και θα δώσουν το όνομά τους στην περιοχή (Σακαστάν, σημερινό Σεϊστάν, ανατολική επαρχία του Ιράν).
Αρτάβανος Ι
(Συνεχίζεται)